Την Κοβεντάρειο Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης επισκέφτηκαν την Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2022, μαθητές της τάξεως Γ1, του 2ου Γυμνασίου Κοζάνης, για να δουν από κοντά αλλά και να ακούσουν μέσα από τα αρχεία της βιβλιοθήκης, την ιστορία της μεταξωτής σημαίας που φυλάσσετε στην ιστορική συλλογή. Η σημαία έφθασε στην Κοζάνη μέσα σε πάνινο φάκελο ταχυδρομικώς, το 1959 από τη Μελβούρνη της Αυστραλίας και παραλήφθηκε από τον τότε δήμαρχο Κοζάνης, Βασίλειο Ματιάκη.
Η σημαία κατά τη διάρκεια της εισβολής των Γερμανών κατακτητών βρισκόταν στο Βαλταδώρειο Γυμνάσιο της Κοζάνης. Κατά τη διάρκεια της οπισθοχώρησης των συμμάχων που έλαβαν μέρος στη μάχη του Κλειδιού στο Αμύνταιο Φλώρινας, κάποιοι από αυτούς στις 13ης Απριλίου 1941, διανυκτέρευσαν στο συγκεκριμένο σχολείο το οποίο είχε υποστεί ζημιές από τους βομβαρδισμούς της 10ης Απριλίου 1941, από τους Γερμανούς. Μεταξύ αυτών και ο στρατιώτης Reginal Tresise. Όπως αναφέρει στην επιστολή που έστειλε στο δήμαρχο Κοζάνης ο στρατιώτης, το σχολείο ήταν διώροφο και είχε βομβαρδιστεί « … εκεί εις την σκόνιν και τις πέτρες αυτού του δωματίου ευρίσκετο και μια σημαία δεμένη σε κοντάρι 7 ποδών, Ελληνική σημαία από ύφασμα μετάξις με κρόσσια και κορδόνι …».
Ο στρατιώτης προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών η σημαία, οι οποίοι φτάνουν στην πόλη της Κοζάνης την επομένη ημέρα, αποφασίζει να την πάρει μαζί του. « … Αυτή η σημαία φαινόταν τόσο περήφανη και προκλητική και αλύγιστη στη σκόνη και την ακαταστασία του πολέμου. Έτσι την έβγαλα από το κοντάρι, την τοποθέτησα στο σάκο μου (οι Γερμανοί ήταν μόλις έξω από την Κοζάνη). Με την ιδέα να μην παραδοθεί ένα τέτοιο γενναίο έμβλημα εις τους Ούννους. Εσκέφθην πως θα την έστελναν στην πατρίδα τους για αναμνηστικόν».
Η σημαία περιπλανήθηκε μαζί με τον κάτοχό της σε όλα τα μέτωπα του πολέμου, από την Ελλάδα έως και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο στρατιώτης στην επιστολή του περιγράφει την περιπέτεια που έζησε και από την οποία βγήκε σώος μαζί με το φυλαχτό του που δεν ήταν άλλο από την σημαία. Όπως διηγείτο ο πόλεμος «… εις Κρήτη ήταν σφοδρότερος παρά ποτέ. Εκεί έχασα τα πάντα, αλλά εκράτησα την ελληνική σημαία, δένοντας της γύρω από το σώμα μου να με ζεσταίνει. Το μόνον πράγμα με το οποίο εξήλθα της Κρήτης ήταν η σημαία και η ζωή μου».
Όταν ο πόλεμος έχει τελειώσει ανασκαλεύει τα πράγματα από το παρελθόν και βλέπει τη σημαία. Θεωρεί χρέος του να την παραδώσει στους δικαιούχους ιδιοκτήτες, στον τόπο της και στο σχολείο που κυμάτιζε. Θυμάται πως τους συμπαραστάθηκαν οι άνθρωποι της υπαίθρου τους οποίους συναντούσαν στο δρόμο της οπισθοχώρησης και τους προσέφεραν τα απαραίτητα μέσα διαβίωσης, διακινδυνεύοντας ακόμη και τη ζωή τους. «… Ρίχνωντας ματιές εις το παρελθόν όταν ταξίδευα στους δρόμους της Ελλάδας φέρνω στη μνήμη μου τον ευγενή και αβρόφρονα λαό της που μοίραζε το ψωμί του και την στέγην του μαζί μας, πάντοτε ριψοκινδυνεύοντας την ζωή του προς όφελός μας δια να φύγωμεν σώοι».
Στο πίσω μέρος της επιστολής του προς τον δήμαρχο έχει σχεδιάσει ένα μικρό τοπογραφικό διάγραμμα για να καταλάβουν οι τοπικές αρχές σε ποιο σχολείο διανυκτέρευσε και πήρε την σημαία. Επίσης, τη χειρόγραφη επιστολή προς τον δήμαρχο, συνόδευε ένα στρατιωτικό καπέλο που προέρχεται από τα προσωπικά του αντικείμενα.
Το 1991 και επίσης το 2011 κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων για τα 70 χρόνια από τη μάχη της Κρήτης, απόγονοι των στρατιωτών επισκέφθηκαν την Κοζάνη αλλά και την περιοχή του Κλειδιού της Φλώρινας όπου σκοτώθηκαν 400 Αυστραλοί στρατιώτες.