Του Αργύρη Αργυριάδη, Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω – Φορολογικού Συμβούλου:
Η ομόρρυθμη εταιρία διακρίνεται από μια ιδιαιτερότητα. Την παράλληλη ευθύνη των ομόρρυθμων εταίρων με την ατομική τους περιουσία «απεριόριστα και εις ολόκληρον» για τα χρέη της εταιρίας Την ίδια ευθύνη βέβαια έχει και ο ομόρρυθμος εταίρος μιας ετερόρρυθμης εταιρίας. Η ευθύνη αυτή απορρέει από το νόμο (άρθρο 249 Ν. 4072/2012 και παλαιότερα άρθρο 22 ΕμπΝ) και δεν δύναται να περιοριστεί με οποιαδήποτε καταστατική πρόβλεψη ή σύμβαση μεταξύ των εταίρων (κάτι που δυστυχώς αγνοούν πολλοί από τους συναλλασσόμενους). Επιπροσθέτως, η ευθύνη αυτή δεν περιορίζεται ούτε αίρεται εάν ο ομόρρυθμος εταίρος δεν συμμετέχει ενεργά στην εταιρία ούτε εξαντλείται στο ποσοστό συμμετοχής του. Και με 1% να συμμετέχει στην εταιρία ευθύνεται για το 100% των οφειλών της.
Ο νομοθέτης επέλεξε τούτο όχι τόσο ως υποκατάστατο του ελλείποντος υποχρεωτικού κεφαλαίου στις προσωπικές εταιρίες (άλλωστε και η ΙΚΕ μπορεί να συσταθεί μόνον με ένα ευρώ εταιρικό κεφάλαιο, αλλά οι εταίροι της δεν ευθύνονται για τα χρέη αυτής) όσο για να προσδώσει μεγαλύτερη εξασφαλιστική αξία στην ομόρρυθμη εταιρία και να προστατεύσει τους συναλλασσόμενους με αυτήν (πιστωτές, προμηθευτές κλπ).
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι η ευθύνη αυτή δεν απόλλυται με την αποχώρηση του ομορρύθμου εταίρου. Σύμφωνα με το νόμο, ο αποχωρήσας εταίρος, με οποιονδήποτε τρόπο και αν αποχώρησε από την εταιρία (μεταβίβαση της εταιρικής του συμμετοχής, εκούσια έξοδο ή αποκλεισμό του) ευθύνεται για τα «παλαιά εταιρικά χρέη». Συνεπώς, η αποχώρησή του δεν συνεπάγεται αυτόθροη άρση της παρακολουθηματικής ευθύνης του. Η τελευταία συνεχίζει να λειτουργεί συμβιωτικά με την ύπαρξη, διατήρηση και έκταση του «βασικού» εταιρικού χρέους.
Ωστόσο, η διατήρηση αυτής της ευθύνης δεν είναι αέναη. Αντιθέτως, υπόκειται σε ειδική βραχυπρόθεσμη πενταετή παραγραφή (προβλεπόμενη στο άρθρο 269 του Ν. 4072/2012) που εκκινεί χρονικά από τη δημοσίευση της αποχώρησης του ομόρρυθμου εταίρου στο ΓΕΜΗ. Ο νομοθέτης, καθιερώνοντας απόκλιση από τη γενικώς ισχύουσα εικοσαετή παραγραφή του ΑΚ θέλησε να «απελευθερώνει» τους εταίρους από το βάρος των εταιρικών χρεών σε σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε να μπορέσουν να προβούν σε νέες επενδυτικές ή εμπορικές δραστηριότητες. Έτσι, η βραχυπρόθεσμη παραγραφή φέρεται να λειτουργεί «αντισταθμιστικά» στην απεριόριστη και εις ολόκληρον ευθύνη των ομόρρυθμων εταίρων που διατηρήθηκε και μετά την αποχώρησή τους από την εταιρία (ακόμη και εάν αυτή λύθηκε!)
Ρήγμα στην ανωτέρω «απαλλαγή» δημιουργεί πρόσφατη νομολογία των δικαστηρίων μας ειδικά για τις οφειλές του αποχωρούντος εταίρου έναντι του δημοσίου. Σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, η βραχυπρόθεσμη παραγραφή δεν ισχύει προκειμένου για δημοσίου δικαίου οφειλές, ήτοι για οφειλές προερχόμενες από φόρους και πρόστιμα που επιβλήθηκαν σε βάρος ομόρρυθμης εταιρείας, «ενόψει της προστασίας σκοπού δημόσιου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση της είσπραξης των απαιτήσεων του Δημοσίου και στην ισότιμη συμμετοχή των πολιτών προς κάλυψη των δημοσιονομικών αναγκών του Κράτους» (βλ. ΔΕφΧαν 191, 192, 194/2018, ΜΠρΧαλκ 167/2020 πρβλ. ΔΕφΑθ 1739, 1740/2008).
Η ανωτέρω θέση της νομολογίας προφανώς δεν είναι αναντίλεκτη. Καταρχάς παραγνωρίζει την ανάγκη για ταχεία εκκαθάριση των εμπορικών σχέσεων. Και τέτοια είναι η ευθύνη από τη συμμετοχή σε μια ομόρρυθμη εταιρία. Εξάλλου, ουδόλως ο «σκοπός δημοσίου συμφέροντος» άνευ περαιτέρω εξειδίκευσης δύναται να εισάγει άνιση μεταχείριση μεταξύ των πιστωτών (δηλαδή άλλος ο χρόνος παραγραφής της αξίωσης ενός ιδιώτη και άλλος του δημοσίου) ούτε η επιλογή ειδικότερης και βραχύβιας παραγραφής υπονομεύει την ανάγκη κάλυψης των δημοσιονομικών αναγκών του κράτους, τη στιγμή που το τελευταίο δύναται εντός της πενταετίας από την αποχώρηση ενός ομορρύθμου εταίρου να προβεί σε πλήρη έλεγχο και καταλογισμό οποιαδήποτε οφειλής, ιδίως σήμερα που η τεχνολογία δίνει τη δυνατότητα άμεσης και έγκαιρης πληροφόρησης του ελεγκτικού μηχανισμού τόσο για το γεγονός της αποχώρησης ενός ομόρρυθμου εταίρου όσο και για πιθανή παραβατικότητά του σε σχέση με τις φορολογικές του υποχρεώσεις. Σε κάθε περίπτωση, η ανωτέρω νομολογία φαίνεται να παραγνωρίζει το «ειδικότερον» της διάταξης του άρθρου 269 του Ν. 4072/2012 που κατισχύει των γενικότερων διατάξεων. Άλλωστε, εάν ο νομοθέτης ήθελε εξαίρεση για τις «δημοσίου δικαίου οφειλές» στον κανόνα της παραγραφής που θέσπισε θα έπρεπε να κάνει ρητή αναφορά. Αντιθέτως, η γενική αναφορά περί παραγραφής των «αξιώσεων κατά των εταίρων για εταιρικά χρέη» (ευρύτερο πεδίο εφαρμογής σε σχέση με το άρθρο 64 ΕμπΝ που στο παρελθόν μιλούσε μόνον «για αγωγές των εταιρικών δανειστών κατά των εταίρων») δεν δίνει περιθώρια καλόπιστων παρερμηνειών. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα η νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων θα ακολουθήσει την εύλογη γραμματική αλλά και τελολογική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων.