Του Βασίλη Μαρκόπουλου:
Δεν περνάει μέρα που να μην ακούσουμε στα ΜΜΕ ή να διαβάσουμε στον έντυπο τύπο τη λέξη Εισαγγελέας και πάντα σχετίζεται με σοβαρά αδικήματα , αυστηρές τιμωρίες. ακόμα και φυλακίσεις. Εχει καταστεί συνώνυμο του φόβου.
Οι όροι : πταίσμα εξέλιπε , το πλημμέλημα περιορίστηκε και το κακούργημα έχει την τιμητική του. Ακόμα και σοβαρά τροχαία ατυχήματα χαρακτηρίζονται ενίοτε κακουργήματα για να κατευνασθεί η κοινή γνώμη. Σε μια κοινωνία με σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα μετα από μια σχεδόν μνημονιακή δωδεκαετία , πολλοί θεσμοί δοκιμάζονται στο χρόνο , οι πολίτες έχουν κουρασθεί και η πανδημία ήρθε για να θέσει τη δική της σφραγίδα. Όμως όλα αυτά τα χρόνια πλούτος συνεχώς παράγεται ή αφαιρείται από το κοινωνικό σύνολο και διοχετεύεται σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις , στους λίγους με τις ευλογίες της πολιτικής εξουσίας , που τον μοιράζει αυθαίρετα. Τα κοινωνικά προβλήματα διογκώνονται και το οργανωμένο έγκλημα αναπτύσσεται με αλματώδη ρυθμό με τις δυνάμεις πρόληψης και καταστολής να δυσκολεύονται να το περιορίσουν , πολύ δε μάλλον να το διαλύσουν.
Ετσι σε καθημερινό πλάνο φιγουράρει ο Εισαγγελέας για το φόβο των Ιουδαίων , των απλών πολλών πολιτών , γιατί οι μεγάλοι ξέρουν να προφυλάσσονται και το οργανωμένο έγκλημα έχει τους δικούς του κώδικες προστασίας. Η πολιτική εξουσία κρούει τον φόβο του Εισαγγελέα για να καλύψει τη δική της ανεπάρκεια και ανικανότητα να λύσει τα κοινωνικά προβλήματα , εξ άλλου ο Εισαγγελέας κι ο Δικαστής έχει υποχρέωση να εφαρμόσει τους Νόμους που η ίδια η πολιτική εξουσία θεσπίζει. Είχαμε περιπτώσεις που μεγάλοι οικονομικοί παράγοντες να κατηγορηθούν για βαριά κακουργήματα και να απαλλαγούν με δικαστικά βουλεύματα , χωρίς ποτέ να καθίσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου , κάνοντας χρήση των δικονομικών παραθυριών που σκοπίμως αφήνει ανοικτά η πολιτική εξουσία. Άλλες περιπτώσεις που κατηγορούμενος δικάστηκε ομόφωνα πρωτόδικα και απαλλάχτηκε σε δεύτερο βαθμό.
Καμμιά απεργία εργαζομένων δεν έχει κηρυχθεί νόμιμη , όλες παράνομες και καταχρηστικές κι ας κατοχυρώνει δικαιώματα στον εργαζόμενο το Σύνταγμα. Εχει διαμορφωθεί η αντίληψη στον πολίτη ότι διαπράττεις ένα έγκλημα , προσλαμβάνεις ένα επώνυμο Δικηγόρο και απαλλάσσεσαι. Μόνο που ο απλός πολίτης δεν έχει αυτή την πολυτέλεια.
Ο Εισαγγελέας είναι ένας από τους παράγοντες της δικαιοσύνης , με την ίδια νομική κατάρτιση με το Δικαστή και διακριτό λόγο και έργο να προστατεύει την κοινωνία , να παρακολουθεί και να κινεί τις διαδικασίες για την πάταξη του κάθε είδους εγκλήματος. Δεν είναι προέκταση της Αστυνομίας , ούτε υπάλληλος του Κράτους , είναι λειτουργός και το λειτούργημά του απαιτεί ανεξαρτησία , ορθοκρισία και αμεροληψία , μακράν κάθε παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας , η οποία εναλλάσσεται , αλλά ο Εισαγγελέας μένει. Οφείλει να μην υποκύπτει σε εκβιασμούς , να μην υποτάσσεται σε συμφέροντα. Ο Εισαγγελέας δεν αποφασίζει στη δίκη , προτείνει και οφείλει η όποια πρόταση του να είναι σοβαρή , μελετημένη και τεκμηριωμένη , για να βοηθήσει το Δικαστή στην ορθή απονομή του δικαίου. Οφείλει με το Δικαστή μαζί να διαπαιδαγωγούν τον πολίτη με το λόγο και τις πράξεις τους , για να του τονώνουν την πίστη και την εμπιστοσύνη σ΄ αυτό που λέμε δικαιοσύνη , για να δείχνει κι ο πολίτης τον ανάλογο σεβασμό. Ο ρόλος του Εισαγγελέα δεν είναι να λύνει τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα , η λύση των οποίων είναι υπόθεση της πολιτικής εκτελεστικής εξουσίας, που όταν δεν ανταποκρίνεται ο κυρίαρχος Λαός έχει τη δυνατότητα της αντικατάστασής της. Ούτε ο ρόλος του είναι να παρεμβαίνει στη τέταρτη εξουσία που είναι ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος και να ενδύεται το ρόλο του λογοκριτή και του τιμωρού καθ’ υπόδειξη της πολιτικής εξουσίας , όταν δεν της είναι αρεστή ( δεν αναφέρομαι σε παράνομες πράξεις ). Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης απαιτεί ισότιμη ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας και προπάντων της ερευνητικής δημοσιογραφίας που έχει βοηθήσει τα μέγιστα την δικαιοσύνη στο έργο της σε πολλές περιπτώσεις. Δικαιοσύνη και ερευνητική δημοσιογραφία προχωρούν δίπλα δίπλα κι όχι απέναντι.
Η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως μηχανισμός είσπραξης των δημοσίων και ασφαλιστικών εσόδων. Δε μπορεί ο Εισαγγελέας κι ο Δικαστής να έχουν γύρω τους βουνό τις δικογραφίες και να ζούν με το άγχος μην παραγραφούν ή να προλάβουν να ασχοληθούν σε ασφυχτικές προθεσμίες που τους τίθενται άνωθεν. Για να υπάρχει ορθή και γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης , αλλά και σεβασμός στους Εισαγγελικούς και Δικαστικούς λειτουργούς , απαιτείται γενναία χρηματοδότηση και αύξηση των οργανικών θέσεων των Εισαγγελέων , των Δικαστών και των Δικαστικών Υπαλλήλων. Οι Δικαστικοί Λειτουργεί πρέπει να είναι φιλικοί στον πολίτη , όχι εχθρικοί και απέναντι , είναι κι αυτοί πολίτες της διπλανής πόρτας. Εν ενεργεία Εισαγγελείς και Δικαστές πρέπει να στελεχώνουν τις όποιες Ανεξάρτητες Αρχές, οι δε συνταξιούχοι μετα την ολοκλήρωση του νομικού τους έργου πρέπει να πάνε σπίτι τους , ούτε να μπορούν να ασκούν δικηγορία. Από τις Νομικές Σχολές κάθε χρόνο αποφοιτούν εκατοντάδες νέοι Νομικοί που έχουν δικαίωμα στη ζωή.
Η τυφλή δικαιοσύνη όπως τη θέλει το πολιτικό σύστημα , δεν είναι τυφλή , είναι ανοιχρομάτα και για να παραμείνει τέτοια πρέπει να είναι ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ και ΑΔΕΚΑΣΤΗ. Η Δικαιοσύνη με τα δικά της όργανα λειτουργείας για να είναι ανεξάρτητη δεν έχει ανάγκη από το Υπουργείο Δικαιοσύνης που μόνο προβλήματα της δημιουργεί και τα όργανα της να εκλέγονται από το σώμα των Εισαγγελικών και Δικαστικών λειτουργών κι όχι με διορισμό από το Υπουργικό Συμβούλιο , όπως συμβαίνει με την εκτελεστική , τη νομοθετική εξουσία και τον τύπο.