Της Δέσποινας Μιχαηλίδου -Καπλάνογλου:
Η επιλογή των λέξεων της Ποντιακής διαλέκτου προέρχονται από Ποντιακούς στίχους τραγουδιών
ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
Γιά έλα, γιά θα έρχουμαι
Γιά έλα, γιά θα έρχουμαι . Ση στράταν θ’ απαντώ σε.
Εντρέπουμαι να λέγω σε Πουλόπο μ’, ντ’ αγαπώ σε.
Γιά έλα, γιά θα έρχουμαι . Το καρδόπο μ’ ελύεν
Ας ση σεβντάν, αρνί μ’, τ’ εσόν Εκάεν κι εβρουλίεν.
Γιά έλα, γιά θα έρχουμαι . Ο νους ιμ’ εθολώθεν.
Ας ση σεβντάν, αρνί μ’, τ’ εσόν Η κάρδι͜α μ’ εματώθεν.
Γιά έλα, γιά θα έρχουμαι . Οξ̌ουκά ’ς σ’ οσπιτόπο σ’
’Τελέθεν η υπομονή μ’ Χάρτσον με το καρδόπο ς’.
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
Ή έλα ή θα έρθω
Ή έλα ή θα έρθω. Στον δρόμο θα σε συναντήσω.
Ντρέπομαι να σου πω Πουλακι μου ότι σε αγαπώ
Ή θα έρθεις ή θα έρθω. Η καρδιά μου έλιωσε.
Από τον έρωτα σου αρνάκι μου κάηκα και στεναχωρήθηκα.
Ή έλα ή θα έρθω. Το μυαλό μου θόλωσε.
Από τον έρωτα αρνάκι μου για σένα η καρδιά μου μάτωσε.
Ή έλα ή θα έρθω. Έξω από το σπίτι σου
Τελείωσε η υπομονή μου ,χάρισε με μου την καρδιά σου.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΛΕΞΕΩΝ
Εντρέπουμαι – Εκάεν – Τελέθεν – Χάρτσον – Σ ’ οσπιτόπο ς’ – ’Εθολώθεν
1. Εντρέπουμαι .
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Εν+ τρέπω.
Ετυμολογία : ντροπή < ντρέπομαι < (ελληνιστική κοινή) ἐντρέπομαι < ἐν + τρέπω τρέπω < αρχαία ελληνική τρέπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *trep- (γυρίζω, στρέφω). Δείτε και *terkʷ- Θέματα:ισχυρό θέμα τρεπ- και κατά μετάπτωση τραπ- (όπως ευτράπελος), καθ’ ετεροίωση τροπ- (όπως τροπή) Στην νεοελληνική αποδίδεται: Εντρέπουμαι, Ντρέπομαι ,συγκινώ. Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Ατραπος, αναπότρεπτος ανατρέπω, ανατροπή, ανατροπέας ανεπιστρεπτί ανεπίτρεπτος αποτρέπω, αποτροπή εκτρέπω, εκτροπή αμετάτρεπτος.
2. Εκάεν Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη :.Καίω Ετυμολογία Καίω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καίω Στην νεοελληνική αποδίδεται: Κάηκε . Σύνθετη ή συγγενής λέξη : καίγω άκαυτος έγκαυμα εγκαυστικός καύση κατακαίω κάψιμο. κρυφοκαίω
3. Τελέθεν Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη :.Τέλος – τελειώ Ετυμολογία τελειώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τελειώνω < αρχαία ελληνική τελειόω / τελειῶ (κάνω τέλειο, περατώνω) + -ώνω < τέλειος < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω) Στην νεοελληνική αποδίδεται: Τελείωσε Σύνθετη ή συγγενής λέξη : αποτελειώνω τέλειωμα τελειωμός τελείωση
4. Χάρτσον Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη :.Χαρίζομαι Ετυμολογία χαρίζω < (ελληνιστική κοινή) χαρίζω / χαρίζομαι χαρίζω < χάρισαι, προστ. του αρχ. χαρίζομαι Στην νεοελληνική αποδίδεται: Χάρισε ,δωρίζω ,δωρώ. Σύνθετη ή συγγενής λέξη : κεχαρισμένος ,ἐπιχαριεντίζομαι πολυχαρίεις χαριεντίζομαι χαριέντισμα χαριεντισμός χαριεντότης
5. Σ’ οσπιτόπο ς’ Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη :.Οσπίτιον Ετυμολογία σπίτι < μεσαιωνική ελληνική σπίτιν < ὁσπίτιν < ελληνιστική κοινή ὁσπίτιον < λατινική hospitium < hospes Στην νεοελληνική αποδίδεται : Στο σπίτι σου . Σύνθετη ή συγγενής λέξη : σπιτάλι σπιτικός σπιτίσιος σπιτώνω άσπιτος σπιτόγατος
6. Εθολώθεν Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη :.Θολόω-θολώ Ετυμολογία : θολώνω < αρχαία ελληνική θολόω-θολῶ εθολώθεν: θόλωσε Στην νεοελληνική αποδίδεται : Θόλωσε Σύνθετη ή συγγενής λέξη : θολός θόλωση θόλωμα
Ανώνυμος
- Edit
Συγχαίρω και ευχαριστώ