Της Δέσποινας Μιχαηλίδου – Καπλάνογλου:
Η επιλογή των λέξεων της Ποντιακής διαλέκτου προέρχονται από Ποντιακούς στίχους τραγουδιών
ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
Μαρούλα επαρχάρευεν Κουντούρ΄σα λιβάδια,
σου Μύρη μ’ και σου Κοβλακα και σ΄ άσπρα τα Πλακία.
Σεράντα χτήνια έλμεγεν, χτηνία κωδωνεμένα
κι άλλα σεράντα βόσκιζεν μουσκάρια αμόν ζουρκάδια
κι αλλά σερανταδώδεκα καπίτσια γαστρωμένα
Με τα κρενία κατηβάζ΄το γάλαν στο χωρίον
κι ας σου γαλάτ την αθέραν λύκος εποταμίεν
μηδέ λύκος και μοναχόν ,ζευγάς με το ζευγάριν
Χτίσεν τυρένεν Εγκλησιάν μιντζένεν Αε -Βήμαν
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟΣ
Η Μαρούλα πάει στον βοσκότοπο
Η Μαρούλα πάει στον βοσκότοπο , Φλεβάρη στα Λιβάδια
στου Μύρη και του Κοβλακά κι΄ εκεί στις άσπρες Πέτρες
Σαράντα αγελάδια άρμεγε γελάδια κυδωνάτα
και άλλα σαράντα βόσκιζε μοσχάρια σαν ζαρκάδια
και άλλες σαράντα -δώδεκα δαμάλες γκαστρωμένες
Με ξύλινα αυλάκια κατεβάζει το γάλα στο χωριό
και από την αφθονία του γάλακτος ένας λύκος πνίγηκε.
Ούτε λύκος , και μόνο γεωργός με το ζευγάρι των βοδιών,
φτιάχνει εκκλησιά από τυρί και Άγιο Βήμα από μυζήθρα.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΝΤΙΑΚΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
1. Χτίσεν , 2. Τυρένεν 3. Χτήνια 4.Έλμεγεν – αλιμέγω , 5.Κρενία – κρενίν 6.Εποταμίεν
1.Χτίσεν
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Κτίσις
Ετυμολογία : χτίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χτίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κτίζω με ανομοίωση [kt] > κτίζω
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Κτίζω, οικοδομώ.
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : άχτιστος, άκτιστος , νεόχτιστος, νεόκτιστος χτίσιμο, πλιθόχτιστος , χτίσιμο, κτίσιμο ,• χτίστης, κτίστης
2.Τυρένεν
Τυρίν <Τυρένον<Χαλδαια Τυρένεν Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη :. Τυρός Ετυμολογία : Τυρί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τυρίν < ελληνιστική κοινή τυρίον (τυράκι) < αρχαία ελληνική τυρός + υποκοριστικό επίθημα -ίον < πρωτοελληνική *tūrós (μυκηναϊκή διάλεκτος Στην νεοελληνική αποδίδεται: Τυρένιο. Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Τυράκι τυριέρα ,τυρόγαλα , τυρίνη ,τυρόπιτα , τυροπιτάδικο.
3.Χτήνια Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Κτήνος – κτώμαι Ετυμολογία Κτήνος < αρχαία ελληνική κτήνος < κτώμαι (αποκτώ) αρχαίο ουσιαστικό : Κτήνος Στην νεοελληνική αποδίδεται: Ζώο,αγελάδες. Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Κτηνιατρικός , κτηνίατρος ,κτηνοτρόφος .
4.Έλμεγεν – αλιμέγω Προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές λέξεις : Αμέλγω . Ετυμολογία : αρμέγω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική αρμέγω < ἀλμέγω > αρχαία ελληνική ἀμέλγω .
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Άρμεγε.
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Αλμεχτά, αλμεξία , άρμεγμα
5.Κρενία – κρενίν
Προέρχεται από τις αρχαιοελληνική λέξη :.Κρουνός
Ετυμολογία :κρουνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρουνός Στην νεοελληνική αποδίδεται: Ξύλινο αυλάκι μεταφοράς νερού,κάνουλα. Κρουνός (=πηγή). Συνώνυμο μέ τό κρήνη. Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Ποντιακά:Κρενάζω,κρενόοπον Νέα Ελληνικά : κρουνηδόν, κρουνίζω (=χύνω νερό), κρουνίσκος,.
6.Εποταμίεν Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : ποταμός μτγν. ποτάμιν . Ετυμολογία ποτάμι < αρχαία ελληνική ποτάμιον < ποταμός + κατάληξη υποκοριστικού -ίον Στην νεοελληνική : Λύκος παρασύρεται από το ποτάμι [ επί παραδόξου ακούσματος] Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Ποταμόξυλον,ποταμολλάλαντζον ποταμάκι, πόταμος.