(Με αφορμή την έκδοση του δεύτερου βιβλίου της «Παραμύθα». Το πρώτο βιβλίο της ήταν η «Κοιλάδα» το 2014).
Από το διαδικτυακό μπλόγκ dominicamat, γράφει η Κυριακή Γανίτη (Dominica Amat):
Σημερινή μου καλεσμένη στην στήλη των συνεντεύξεων η συγγραφέας Αντιγόνη Σιώμου. Την ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο καί τις απαντήσεις της. Από τις εκδόσεις Λυκόφως κυκλοφορεί το βιβλίο με τίτλο ”Παραμύθα”. Της εύχομαι να είναι καλοτάξιδο. Για όσους/ες επιθυμούν να το διαβάσουν, μπορούν να το προμηθευτούν είτε από το επίσημο site του εκδοτικού, είτε από κάποιο βιβλιοπωλείο. Πάμε να δούμε τι μοιράστηκε μαζί μας…
– Θα ξεκινήσω με μία ερώτηση που κάνω σε όλους τους συγγραφείς. Πώς μπήκε η συγγραφή στη ζωή σας;
Η ερώτηση αυτή με δυσκολεύει παρότι η απάντησή της είναι ουσιαστικά απλή. Νομίζω ότι πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου να γράφει – από την πρώτη δημοτικού ακόμη! Το να σκέφτομαι σε ιστορίες και να τις αποτυπώνω στο χαρτί ήταν για μένα πολύ φυσικό, μία ανάγκη που ξεκίνησε απ’ όταν ήμουν παιδί και διατηρήθηκε τόσο στην εφηβεία όσο και στην ενήλικη ζωή.
– Πόσα βιβλία σας έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα;
Δύο. Το πρώτο εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Πατάκη όταν ήμουν 19 και ονομάζεται “Η Κοιλάδα”. Είναι ένα βιβλίο φανταστικής λογοτεχνίας και το έγραψα όταν ήμουν έφηβη. Το δεύτερο βιβλίο μου με τίτλο “Παραμύθα” εκδόθηκε φέτος από τις Εκδόσεις Λυκόφως και παραπαίει σαν έργο συνεχώς ανάμεσα στον ρεαλισμό και το παράλογο.
– Ποιος είναι ο πυρήνας του νέου σας βιβλίου «Παραμύθα»;
Η πλοκή είναι απλή: Ένας άντρας γύρω στα 30 ξυπνάει έχοντας χάσει όλες τις αναμνήσεις του, στην αρχή ακόμη και τη γνώση της μητρικής του γλώσσας. Το ερώτημα που πραγματεύεται το βιβλίο είναι αν αυτός ο νέος πρωτόπλαστος θα τα καταφέρει να επιβιώσει στην αδίστακτη κοινωνία στην οποία ζούμε. Έχουν άραγε οι αθώοι, οι αδύναμοι, οι καλλιτέχνες θέση σε αυτόν τον κόσμο που έχουμε δημιουργήσει;
– Τι υπονοεί ο υπότιτλος «Ή αλλιώς εισαγωγή στην καθημερινότητα»;
Η “Παραμύθα” είναι όντως μία εισαγωγή στην καθημερινότητα και ειδικά στις πτυχές αυτής που αγνοούμε ή επιλέγουμε να αγνοούμε εθελοτυφλώντας. Κάθε καινούριο κεφάλαιο του βιβλίου εισάγει τον Τζο Μπράουν, τον πρωταγωνιστή του έργου, αλλά και κατ’ επέκτασιν και τους αναγνώστες, σε ένα “κεφάλαιο” της ίδιας της ανθρώπινης ζωής μας: στη φιλία, τον έρωτα, την οικογένεια, τον απογαλακτισμό, τη δημιουργία κτλ. Το έργο αυτό μας καλεί να ξαναδούμε τη ζωή μας με μία καθαρή ματιά, με τη ματιά ενός ανθρώπου που για πρώτη φορά ανακαλύπτει τον κόσμο γύρω του και τον παρατηρεί με θαυμασμό αλλά, πολλές φορές, και με τρόμο.
– Έχετε αρχίσει να γράφετε το επόμενο βιβλίο σας; Αν ναι,μπορείτε να μας πείτε δύο λόγια; Σε ποιο λογοτεχνικό είδος θα ανήκει;
Ναι,η αλήθεια είναι ότι το έχω ξεκινήσει. Η “Παραμύθα” είναι αφιερωμένη στη Θεσσαλονίκη όπου και έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής μου, οπότε το καινούριο μου έργο θα έλεγα ότι συνδέεται περισσότερο με τον τόπο που μεγάλωσα, το Βελβεντό Κοζάνης. Θα είναι ένα έργο πιο ρεαλιστικό, αλλά και πιο προσωπικό – για πρώτη φορά η πρωταγωνίστρια θα είναι γυναίκα και θέλω μέσα από το έργο να δώσω ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό το στοιχείο. Ανυπομονώ να το ολοκληρώσω για να μπορέσω να σας πω περισσότερα.
-Από τι εμπνέεστε συνήθως;
Από τη φύση. Είναι για μένα η κύρια πηγή έμπνευσης είτε όταν θέλω να συλλέξω υλικό είτε όταν επιθυμώ να βρεθώ σε ένα κατάλληλο περιβάλλον όπου θα μπορώ να δημιουργήσω ανενόχλητη. Επίσης, οι άνθρωποι – γνωστοί και άγνωστοι –. οι ιστορίες τους, ο τρόπος ομιλίας τους, το βάδισμά τους, το βλέμμα τους. Είναι αστείρευτη η έμπνευση που μπορεί, για παράδειγμα, να μου προκαλέσει η τυχαία παρατήρηση ατόμων στον δρόμο. Γι’ αυτό και στις ευχαριστίες στην “Παραμύθα” αναφέρομαι σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που απλά βρέθηκαν στον δρόμο μου και οδήγησαν εν τέλει στη δημιουργία αυτού του έργου.
– Γιατί πρέπει να διαβάζουμε βιβλία;
Οι λόγοι είναι τόσο πολλοί πραγματικά που δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Θα έλεγα όμως ότι ο βασικότερος είναι ότι μέσα από την ανάγνωση ερχόμαστε πιο κοντά στην αναζήτηση της αλήθειας, μία αναζήτηση που είναι απαραίτητη για οποιονδήποτε ανήκει στο ανθρώπινο είδος. Είναι απίστευτο το πόσο οξύμωρο είναι το ότι διαβάζουμε ιστορίες μη αληθινές για να έρθουμε κοντά στο αληθινό κι όμως δεν υπάρχει για μένα πιο ουσιαστικός τρόπος από το διάβασμα για να γνωρίσει κανείς τον άνθρωπο, τη φύση και τον κόσμο, καθώς και τις σχέσεις και τη δυναμική που ενώνει αυτά τα τρία στοιχεία.
– Τι είδους βιβλία προτιμάτε να διαβάζετε;
Διαβάζω τα πάντα. Ίσως ο μαγικός ρεαλισμός να βρίσκεται σαν είδος λίγο πιο κοντά στην καρδιά μου, αλλά πραγματικά πιστεύω ότι το κάθε βιβλίο έχει κάτι το μοναδικό να σου προσφέρει.
– Πόσο εύκολα ή δύσκολα αποδέχεται το αναγνωστικό κοινό στη χώρα μας τους νεότερους συγγραφείς;
Θα έλεγα δύσκολα, αλλά αυτό το πρόβλημα είναι τόσο πολυδιάστατο και αγγίζει τόσο πολλούς τομείς – από το εκπαιδευτικό σύστημα έως και την αγορά του βιβλίου – που δεν θα μας έφτανε μία συνέντευξη για να το εξαντλήσουμε. Σίγουρα πάντως πιστεύω ότι τα καλά βιβλία και οι καλοί συγγραφείς δεν χάνονται και ότι σε βάθος χρόνου το κοινό τους ανακαλύπτει, τους εμπιστεύεται και μαθαίνει να τους εκτιμά.
– Αγαπημένο βιβλίο και συγγραφέας;
“Ο Κάφκα στην Ακτή” από τον Χαρούκι Μουρακάμι. Το αγαπώ βαθύτατα και το συστήνω ανεπιφύλακτα ειδικά σε όποιον αρέσκεται στον ασιατικό τρόπο σκέψης.
– Ως συγγραφέας έχετε κατεύθυνση και προτίμηση προς συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος;
Παρότι προτιμώ το φανταστικό στοιχείο, θα έλεγα πως όχι απαραίτητα. Μου αρέσουν πολλά λογοτεχνικά και κειμενικά είδη και σαν συγγραφέας και άνθρωπος λατρεύω την αλλαγή και τους πειραματισμούς.
– Τέλος, τι θα λέγατε στους νέους που θέλουν να ασχοληθούν με τη συγγραφή;
Να το τολμήσουν και να μη το βάλουν κάτω όσο κι αν τους αποθαρρύνουν οι γύρω τους, γιατί η σκέψη τους και η τόλμη τους να την αποτυπώσουν στο χαρτί αξίζει πολύ περισσότερο από ένα κακόβουλο σχόλιο. Επίσης, να διαβάζουν πολύ, να πειραματίζονται και να βρουν ανθρώπους και δασκάλους που τους εμπνέουν και τους