Μητιώ Σακελλαρίου: Πρωτοπόρος και ανατρεπτική, σε δύσκολους καιρούς – Του Μιχάλη Πιτένη



Του Μιχάλη Πιτένη:

“Η Μητιώ Σακελλαρίου (1789- μετά το 1863), η Ελισάβετ Μουτζάν- Μαρτινέγκου (1801-1832) και η Ευανθία Καΐρη (1799- μετά το 1866) είναι σχεδόν συνομήλικες, και η λογοτεχνική και δραματουργική τους δραστηριότητα πέφτει στα χρόνια του Αγώνα ή και λίγο νωρίτερα: της Μητιώς Σακελλαρίου από το 1810 έως το 1818 περίπου, της Ελισάβετ Μουτζάν- Μαρτινέγκου από το 1820 έως το 1825 και της Ευανθίας Καΐρη από το 1817 έως το 1828 περίπου. Συνεσταλμένες, σεμνές και ηθικές, βρίσκονται υπό την επήρεια σημαντικών και μορφωμένων ανδρών, πατέρων, αδερφών και διδασκάλων, απευθύνονται όμως όλες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με διαμορφωμένη και έκδηλη γυναικεία συνείδηση, στις γυναίκες, τις Ελληνίδες.”

Αυτά αναφέρει ο Βάλτερ Πούχνερ στο βιβλίο του ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ-  ΜΗΤΙΩ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ, ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ- ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ

ΕΥΑΝΘΙΑ ΚΑΪΡΗ- ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΟ 

ΗΘΙΚΟΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΔΡΑΜΑ, έκδοση Ινστιτούτο του Βιβλίου- Α.

Καρδαμίτσα που κυκλοφόρησε το 2001, στο οποίο αναφέρεται διεξοδικά και στο έργο της 

πρωτοπόρου Κοζανίτισας που στα 1810, περίπου, και σε ηλικία 20, 21 ετών, μετέφρασε δύο 

κωμωδίες του μεγάλου Ιταλού δραματουργού και αναμορφωτή του θεάτρου Carlo Goldoni. Οι δύο 

σημαντικοί άνδρες στην ζωή της Μητιώς δεν ήταν άλλοι από τον ιεροφιλόσοφο Χαρίσιο Μεγδάνη 

(1768- 1823), τον πατέρα της, και τον ιατροφιλόσοφο Γεώργιο Σακελλάριο (1765- 1838), τον 

σύζυγο της. Γνωστοί κι οι δύο και διακεκριμένοι λόγιοι της εποχής, οι οποίοι συνέβαλαν τα μέγιστα 

και στην δική της μόρφωση.

Το έργο της όμως παρέμεινε για πολλά χρόνια άγνωστο και όπως σημειώνει ο Πούχνερ “Η Μητιώ Σακελλαρίου και οι δύο μεταφράσεις των κωμωδιών του Goldoni ανασύρονται από τη λήθη της ιστορίας λόγω του σημαντικού προλόγου ¨Προς τας ευμενείς αναγιγνώσκουσας¨ από την Άννα Ταμπάκη (1993). Τα έργα αυτά δεν έχουν ανεβεί ποτέ, ούτε ανατυπωθεί, και ήταν γνωστά μόνο για τους insider, που ασχολούνται με τον Διαφωτισμό, και για τους θεατρολόγους και φιλολόγους, που παρακολουθούν την πρόσληψη του Βενετσιάνου κωμωδιογράφου του Διαφωτισμού στην Ελλάδα”, για να συμπληρώσει πως “Μόλις τα τελευταία χρόνια, με τις έρευνες για τον πατέρα της Χαρίσιο Μεγδάνη, και τον άνδρα της, Γεώργιο Σακελλάριο, και με ανανεωμένο ενδιαφέρον για Ελληνίδες γυναίκες συγγραφείς, η βιογραφία της αφανούς ως πρόσφατα θεατρικής μεταφράστριας κάπως φωτίστηκε.”

Τα μεταφρασμένα έργα και ο πρόλογος.

Η Μητιώ Μεγδάνη- Σακελλαρίου προσπαθώντας να μάθει καλά τα ιταλικά, με την συνδρομή και

την στήριξη συζύγου και πατέρα, μεταφράζει δυο θεατρικά έργα (κωμωδίες) του Goldoni, τα  “La

vedova scaltra” (Η πανούργος χήρα) και ‘L’amore paterno o sia la serva riconoscente” (Η πατρική

αγάπη ή η ευγνώμων δούλη). Δύο έργα που θα εκδοθούν το 1818 στη Βιέννη, έχοντας έναν 

σημαντικό πρόλογο, αυτόν στον οποίο αναφέρεται ο Πούχνερ. Έναν πρόλογο που περιλαμβάνει 

την επιστολή της Μητιώς προς τον πατέρα της στις 16 Οκτωβρίου του 1812 από τα Ιωάννινα όπου 

βρισκόταν με τον σύζυγο της, με την οποία του ζητά να κρίνει το μεταφραστικό της έργο, την 

απάντηση του πατέρα της στις 5 Νοεμβρίου 1812 από την Κοζάνη που την ενθαρρύνει να συνεχίσει 

προσέχοντας την υγεία της και χωρίς να παραμελεί τα οικιακά της καθήκοντα και το εισαγωγικό 

σημείωμα της ίδιας, με τον τίτλο  “Προς τας ευμενείς αναγινώσκουσας”! Σχολιάζοντας αυτό το 

εισαγωγικό σημείωμα ο Ηλίας  Σπυριδωνίδης, καθηγητής του τμήματος Ιταλικής Φιλολογίας του 

Α.Π.Θ., στο άρθρο του  «CARLO GOLDON “LA VEDOVA SCALTRA” ΚΑΙ “L’AMORE 

PATERNO” Ο  ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΩΙΜΟΣ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΗΤΙΩΣ

 ΜΕΓΔΑΝΗ- ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ» ,

τονίζει ότι “Η Μητιώ μετάφραζε από τα ιταλικά όχι μόνο για να ¨γυμνασθεί εις την γλώσσα¨ 

όπως έλεγε η ίδια, αλλά γιατί φιλοδοξούσε με το έργο της να επηρεάσει τους συμπολίτες της στην 

τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, να μεταδώσει τις ιδέες του Διαφωτισμού μέσα από το θέατρο που 

θεωρούσε ως ¨την ευγενεστέραν διάχυσις όλων των Ευρωπαϊκών γενεών¨. Διατηρούσε την ελπίδα 

οι μεταφράσεις της να αποτελέσουν έναυσμα για την μελέτη άλλων σπουδαιότερων πονημάτων, 

να προκαλέσουν την αφύπνιση της φιλομάθειας του γένους και να χρησιμεύσουν ως ¨ηθικήν 

διδασκαλίαν¨ όπως η ίδια έγραφε στον πρόλογο της έκδοσης: ¨ ἐθαρρύνθην νά τάς κοινοποιήσω 

εἰς τό γένος μας διά τοῦ τύπου, στοχαζομένη ότι ἔχουν καί αὐταί τί χαρίεν καί χρήσιμον· διότι ἡ 

ἀνάγνωσις τῶν δραματικῶν ποιημάτων ὂχι μόνον συντείνει εἰς διασκέδασιν τοῦ καιροῦ, μάλιστα 

τῶν μακρῶν νυκτῶν τοῦ χειμῶνος, καί ἀναπληροῖ τρόπον τινά τάς θεατρικάς παραστάσεις, αἰ 

ὁποῖαι εῖναι ἡ εύγενεστέρα διάχυσις ὅλων τῶν Εὐρωπαϊκών γενῶν, ἀλλά καί ἡδύνουσα τούς 

άναγνώστας, τούς προδιαθέτει καί προθυμοποιεῖ εἰς ἂλλας σπουδαιοτέρας μελέτας, διά τῶν 

όποίων ἠμποροῦν νά πλουτισθοῦν μέ ἀνωτέρας ἰδέας καί μαθήσεις· καί ἐν ταὐτῷ χρησιμεύει καί 

πρός ἠθικήν διδασκαλίαν¨.

Η επιλογή των έργων.

Σε ό,τι αφορά την επιλογή των συγκεκριμένων έργων ο Σπυριδωνίδης στο ίδιο άρθρο του σημειώνει πως “η επιλογή των προς μετάφραση κωμωδιών από τη Μητιώ Μεγδάνη δεν είναι τυχαία. Αντίθετα φαίνεται πως γνώριζε πολύ καλά το έργο του ιταλού κωμωδιογράφου και πως επέλεξε τις συγκεκριμένες κωμωδίες γιατί ενδεχομένως ήταν έργα που η ίδια θα ήθελε να έχει γράψει, που την εξέφραζαν απόλυτα, την εξυπηρετούσαν και πετύχαιναν το σκοπό της, δεδομένου ότι μετέφεραν τα μηνύματα και τις ιδέες (αρκετά ανατρεπτικές για την εποχή τους οφείλουμε να ομολογήσουμε και ειδικότερα για την οθωμανοκρατούμενη Ελλάδα), που η ίδια δεν θα τολμούσε ποτέ να κοινοποιήσει μέσα από ένα δικό της έργο.”

Η άποψη του Πούχνερ δεν διαφέρει και πολύ καθώς στο βιβλίο του αναφέρει ότι στις μεταφράσεις της Μητιώς “κυριαρχεί η θεματική νύξη για το γερασμένο σύζυγο, ¨αυτοβιογραφικό στοιχείο¨, ώστε η μετάφραση αποτελεί έμμεση διαμαρτυρία για τις πρακτικές του παραδοσιακού παντρολογήματος· ο πρόλογος αναπτύσσει μια στρατηγική κατοχύρωσης του κωμικού θεατρικού είδους και του φύλου της συγγραφέως· απευθύνεται στις γυναίκες ως διδαχή και προειδοποίηση για τη σωστή εκλογή συζύγων.”

Η θεατρολόγος  Αγνή Παπαδοπούλου, Επίκουρη καθηγήτρια στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, έγραψε το έργο “Μητιώ Σακελλαρίου”  που ανέβασε το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης τον Μάρτη του 2009 σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία της  Μαρίας Βαρδάκα, και στο πρόγραμμα της παράστασης υπογράμμιζε πως η Μητιώ “Είχε πολλά πράγματα να κάνει στην καθημερινότητά της, αγαπούσε το διάβασμα και αφιέρωνε χρόνο για αυτήν την αγάπη της.

Έμαθε ότι το να στοχάζεσαι είναι μέτρο ελευθερίας, ενώ εκείνη ζούσε στη σκλαβιά και αντιλαμβανόταν ότι και η προσωπική της ζωή είχε περιορισμούς. Οι κωμωδίες έβαζαν χρώμα, μετέτρεπαν το γκρίζο σε έντονα χρώματα, σε χορούς, σε πολυτελείς αίθουσες, σε λαμπερά στολίδια. Ίσως η μετάφραση να ήταν μια κάποια λύση, όπως θα έλεγε και ο Καβάφης. Σίγουρα αρχίζουμε να γράφουμε, να μεταφράζουμε, για να δημιουργήσουμε με αυτά έναν κόσμο που να έχει κάποια κατεύθυνση. Και η Μητιώ ήθελε να νιώσει πώς τα πράγματα έχουν κάποιο νόημα, γι’ αυτό και η συγκεκριμένη επιλογή των έργων, ιδιαίτερα η Πανούργος Χήρα, ήταν σαν να έβαζε τάξη στα κομμάτια που κατακερματίστηκαν είτε στον προσωπικό της κόσμο είτε για να τακτοποιήσει καλύτερα τον κόσμο γύρω της…

…Η Μητιώ Σακελλαρίου αρνήθηκε την αποσιώπηση και ήθελε οι γυναίκες να βγουν από αυτόν τον κόσμο της άγνοιας, του φόβου, της ανημποριάς. Να αντιληφθούν ότι η επιλογή συντρόφου είναι καθοριστικό γεγονός για την ευτυχία τους και δεν πρέπει να αφήνεται ούτε στην τύχη ούτε να γίνεται αστόχαστα ή με λάθος κριτήρια ούτε να είναι επιλογή άλλων προσώπων, – που το πιθανότερο είναι τα κριτήρια τους να εξυπηρετούν ίδιον όφελος -, γιατί στο τέλος θα τις κατέχει μόνο το μίσος, αυτό θα «παντρευτούν» ή στην καλύτερη περίπτωση θα έχουν υποστεί μία αργή και επώδυνη κατανόηση της κατάστασης.

Η επιλογή των κωμωδιών, ιδιαίτερα Η Πανούργος Χήρα ήταν συνειδητή επιλογή που δεν είχε στόχο μόνο να ευχαριστήσει τις αναγνώστριες με ένα αίσιο τέλος, αλλά να τις προτρέψει να σκεφτούν, να προσέξουν και να συγκρίνουν τις δικές τους αποφάσεις με τη στρατηγική της σκέψης της ηρωίδας θέτοντας βασικά ζητήματα διεκδίκησης της ελευθερίας. Το σπουδαιότερο όλων ήταν να επιτευχθεί ο στόχος να μπορέσουν οι γυναίκες να αποκτήσουν τη δυνατότητα να κρίνουν σωστά και να μην παρασύρονται από λόγια και κινήσεις εντυπωσιασμού.”

Η αξιολόγηση των μεταφράσεων της.

Η Μητιώ δεν είδε δυστυχώς ποτέ τις μεταφράσεις της να ανεβαίνουν σε κάποια θεατρική σκηνή. Οι καιροί βλέπετε. Τουλάχιστον τις είδε να έχουν εκδοθεί. 

Όμως η δουλειά της ήταν εξαιρετική και όπως γράφει ο Σπυριδωνίδης “Η Μεγδάνη εκπλήσσει με την υψηλή απόδοση και ακρίβεια των μεταφράσεων της. Το τελικό αποτέλεσμα, η μεταφορά του κειμένου- πηγή στο κείμενο- στόχο είναι εξαιρετική από λεξιλογική, τεχνική και μορφοσυντακτική άποψη. Ο τομέας όμως που το έργο της ξεχωρίζει, από μεταφρασεολογική άποψη, είναι ο σημασιολογικός. Η μοναδική απόδοση του περιεχομένου, των εννοιών, των ιδεών και του περιβάλλοντος των κειμένων του Goldoni, κάτι που αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για μια απλή εξάσκηση στην ιταλική γλώσσα όπως η ίδια ταπεινά δήλωνε, αλλά για μια απολύτως επιτυχή μεταφορά και απόδοση των κωμωδιών του Goldoni στην νεοελληνική γλώσσα της εποχής, από μια μεταφράστρια με βαθειά και ευρεία γνώση της γλώσσας που μεταφράζει. Σ’ αυτό το επίπεδο ανάλυσης εντυπωσιάζει ο αριστοτεχνικός τρόπος (ειδικά αν λάβουμε υπόψη τους όρους και τις συνθήκες της προεπαναστατικής τουρκοκρατούμενης Ελλάδας) με τον οποίο καταφέρνει να διατηρήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Goldoni. Έτσι έχουμε ζωντάνια στο κείμενο, έντονους ρυθμούς, διατήρηση του στυλ και του ύφους του συγγραφέα, εξαιρετική απόδοση των εννοιών, των ηθών, των χαρακτήρων και των καταστάσεων.”

Πόσα θαυμαστικά να βάλει κανείς γι’ αυτό το επίτευγμα μιας γυναίκας στις αρχές του 19ου αιώνα, μια περίοδο που όχι μόνο η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών αλλά και των ανδρών δεν γνώριζε καν ανάγνωση και γραφή;

Το γιατρικό για την ευλογιά!

Δεν περιορίστηκε όμως μόνο σ’ αυτό. Όπως μας λέει η  Παπαδοπούλου στο ίδιο κείμενο της “Κατά πληροφορίες των απογόνων της η Μητιώ επινόησε ¨γιατρικό¨ για την ευλογιά, που μάστιζε τότε Ευρώπη και Ασία, θεραπεύοντας με αυτό την ασθένεια. Πιθανώς ο Κ.Σάθας στο έργο του ¨Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων (1453-1821) Αθήναι 1868¨, αναφερόμενος στην εποχή της Τουρκοκρατίας να εννοεί την Μητιώ λέγοντας: ¨Κατά την εποχή εκείνη εμάστιζε την Ευρώπην η φρικώδης της ευλογίας νόσος, καθ’ ης ηδυνάτει πάσα ιατρική συνδρομή. Γυνή τις τότε εκ Θεσσαλίας καταγομένη, επενόησε το κατά της φθοροποιού ταύτης νόσου αλεξιτήριον κέντρισμα…¨

Η ίδια η Μητιώ εξέταζε τις Μουσουλμάνες που δεν μπορούσε να τις δει ο Σακελλάρης ως άντρας γιατρός και περιέγραφε τα συμπτώματα στο σύζυγό της. Ο γιατρός Σακελλάρης έκανε τη διάγνωση προτείνοντας και το κατάλληλο το φάρμακο.

Η Μητιώ δεν ήταν ποτέ στη θέση του ηττημένου. Η Μητιώ ήταν σίγουρα λεπτολόγα, συλλέκτρια και αναδιανεμήτρια εικόνων από μία Κοζάνη όπως την λαχταρούσε απελευθερωμένη, για ένα γυναικείο φύλο που το ήθελε δυνατό. Οι μεταφράσεις της μπορεί να λειτούργησαν σαν δικά της “ξόρκια”, τα δικά της φαρμάκια να έγιναν φάρμακο, να ήταν παρηγοριά και βοήθημα μαζί. Τα έργα της μπορεί να είναι η δική της εξήγηση στην απορία της για τον κόσμο που ζούσε. Έναν κόσμο που είχε σαφώς περισσότερες επιρροές από τη δυτική κουλτούρα λόγω του πατέρα της και του συζύγου της.”   

 Αδικημένη ή ξεχασμένη;

Συλλέγοντας στοιχεία γι’ αυτό το άρθρο (και όσα επακολουθήσουν) αναρωτήθηκα πολλές φορές αν όταν μιλάμε για την Μητιώ Μεγδάνη- Σακελλαρίου θα πρέπει να την χαρακτηρίζουμε ως μια αδικημένη ιστορική προσωπικότητα ή αν πρέπει να πούμε πως την αφήσαμε, τόσο άδικα και αναίτια, να ξεχαστεί;

Κι όμως, μιλάμε για μια ξεχωριστή προσωπικότητα, πρωτοπόρος και ανατρεπτική συνάμα, που κατάφερε σε μια εποχή όπου τα πάντα ήταν δύσκολα για τους σκλαβωμένους Έλληνες και δυσκολότερα, έως ακατόρθωτα, για τις γυναίκες, να σπάσει ταμπού και προκαταλήψεις και να αφήσει ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα της παρουσίας της. Ναι το οικογενειακό της περιβάλλον την βοήθησε, αλλά δεν έφτανε μόνο αυτό. Είχε το έναυσμα, είχε την στήριξη, αλλά είχε και τις δυνάμεις και τις ικανότητες. 

Ίσως αν η Μητιώ είχε γεννηθεί αλλού, να προβάλλονταν και να αναδεικνύονταν, όπως πιστεύουν πολλοί, όσο πραγματικά της αξίζει. Το ότι στα καθ’ ημάς κινείται μεταξύ λήθης και αδιαφορίας, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις ανθρώπων που έγραψαν και μίλησαν για την Μητιώ, είναι σίγουρα ένα θέμα, που δεν πρέπει όμως να διαιωνίζεται.

Η Μητιώ, όπως και άλλες ιστορικές προσωπικότητες, είναι ώρα να πάρουν την θέση τους στο Πάνθεον των τοπικών μας ηρώων, όχι λόγω μιας στείρας λατρείας για το κάθε τι που ανήκει στο συλλογικό παρελθόν μας, ούτε γιατί χρειαζόμαστε περισσότερα αγάλματα, αλλά επειδή σήμερα, όπως και σε κάθε εποχή άλλωστε, έχουμε ανάγκη από θετικά πρότυπα που δεν διαμορφώθηκαν μέσα από ευτελείς και εφήμερες αξίες, αλλά σφυρηλατήθηκαν και ατσαλώθηκαν από το πέρασμα του χρόνου, που δεν έφθειρε το όποιο έργο τους, αλλά το διατήρησε ζωντανό γιατί έχει ακόμα κάτι να μας πει. Θέλουμε, άραγε, να το ακούσουμε;

Σχολιάστε

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.