«Στη χαμηλή τούτη ταβέρνα της γης» Ασκητική Ν. Καζαντζάκης
Την Κυριακή 16-2-2020 η αίθουσα τέχνης Κοζάνης έγινε «η χαμηλή ταβέρνα της γης», στην οποία συναντήθηκαν οι «Ταξιδευτές του θεάτρου» με το κοινό της πόλης και «ήπιαν το ίδιο κρασί» της Ασκητικής μέσα σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα, που δονούνταν από τα κύματα ενέργειας που έστελναν 18 μαθητές γυμνασίου και λυκείου από 11 σχολεία της πόλης.
Η ομάδα τίμησε το όνομά της με το ταξίδι της Ασκητικής που δεν έχει αρχή και τέλος. Οι φωνές των παιδιών έφτασαν ως το σύμπαντο του Καζαντζάκη και ο πεντοζάλης από το σύλλογο Κρητών μέσα στο σύννεφο της έκστασης μας πήγε στις κορφές του Ψηλορείτη. Το κοινό της πόλης μας τίμησε για 42η φορά, με τη νεολαία να διεκδικεί μεγάλο μερίδιο και να μας δείχνει το δρόμο της καρδιάς, που δεν βολεύεται στην κανονικότητα, την τάξη του νόμου και την υπακοή.
Η δραματοποιημένη αφήγηση με τις δυνατές εναλλασσόμενες εικόνες και τη δυναμική εσωτερική ροή φώτισε το μέσα μας και βοήθησε τον καθένα να σμίξει με το δικό του Αόρατο, να ακούσει τη δική του κραυγή, να σπάσει τα δικά του σύνορα. Ανάμεσα στα δυο ζωντανά ρέματα που παλεύουν, τον ανήφορο και τον κατήφορο, κέρδισε ο ανήφορος προς την αθανασία.
Τρίτη 16-2-2021 η αίθουσα τέχνης «η χαμηλή τούτη ταβέρνα της γης» είναι κλειστή με απαγορευτικό ένα χρόνο τώρα.
Και θυμάμαι τους στίχους του ποιητή:
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα
μες σε καπνούς και σε βρισιές
απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα
όλη η παρέα πίναμ’ εψές
εψές σαν όλα τα βραδάκια
να πάνε κάτω τα φαρμάκια
…….
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα
Προσμένουμε ίσως κάποιο θαύμα.
«Οι μοιραίοι» Κ. Βάρναλης
«Η χαμηλή τούτη ταβέρνα της γης» ήταν η σκηνή όπου παιζόταν το θέατρο της ζωής μας. Εκεί τα βράδια προσέρχονταν όποιος το επιθυμούσε και είχε ανάγκη να εξομολογηθεί τα δικά του βάσανα, τους καημούς, τις λαχτάρες, τους πόθους και τα πάθη του. Εκεί όπου «βρομούσε η ανάσα απ’ τα τσιγάρα» και η ψυχή ρημάδι από τα χτυπήματα της ζωής αποζητούσε κάποιον να την ακούσει, μια παρέα να τραγουδήσουν μαζί, να χτυπήσουν παλαμάκια στη ζεΪμπεκιά του μάγκα, που εξομολογιόταν τον καημό της αγάπης του.. Εκεί χωρούσαν όλοι: «ο άγιος στο μπαρ το ναυάγιο», οι ξέμπαρκοι της ζωής, οι φασαριόζικες παρέες και «ο μοναχός ο άνθρωπος που πονεί μα δεν το λέει».
Εκεί που σταματούσε ο λόγος, άρχιζε το τραγούδι. Γεννημένο από την τραγωδία( τραγώδιον), ήρθε για να δώσει φωνή σε όποιον πάσχει και θέλει να διώξει από πάνω του το βάρος, να ξαλαφρώσει η ψυχή του.
Το μυστήριο γινόταν απαρέκκλιτα, χωρίς έλεγχο, χωρίς αστυνομία. Ο κάθε πρωταγωνιστής έλεγε το τραγούδι μόνος η μαζί με το «χορό» της παρέας του, συνοδεύοντας τον προεξάρχοντα της βραδιάς, τον τραγουδιστή και την ορχήστρα.
Το πρόγραμμα κρατούσε όσο το πήγαιναν οι θαμώνες, οι μερακλήδες. Κάθε βραδιά είχε το δικό της πρόγραμμα, με άλλους θαμώνες, με άλλες εκπλήξεις, άλλη ατμόσφαιρα. Το νόημα όμως ένα: ο άνθρωπος έχει ανάγκη να ξεσκάσει, να βρεθεί με τους άλλους.
Το βράδυ άρχιζε η «άλλη ζωή», αυτή της νύχτας, που συμπλήρωνε ή εκτόνωνε εκείνην της μέρας. Εκεί μέσα στη μεθυσμένη ατμόσφαιρα της νύχτας ο μερακλής που χόρευε, «ακροπόδιζε τρέμοντας στ’ αφρόχειλα της άβυσσος».
Σήμερα, ένα χρόνο μετά, ζούμε χωρίς το άλλο μισό, της «άλλης ζωής». Στη θέση του έμεινε το κενό ή και το χειρότερο: χωρίς το σμιλεμένο λόγο του τραγουδιού στην ταβέρνα και του συγγραφέα στο θέατρο, με τον οποίο δοκιμάζονται, αναμετριούνται και αλέθονται όλα του ανθρώπου, τα καλά και τα κακά, για να επέλθει η κάθαρση.
Μέσα στο άγριο σκοτάδι του εγκλεισμού, της καταστολής και του αυταρχισμού, έμειναν να κυριαρχούν οι φωνές του κακού, τα αδηφάγα ένστικτα, η χυδαιότητα.
Κι εμείς απ’ έξω: Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε ίσως κάποιο θαύμα;
Όχι. Δεν ξεχνάμε το άλλο μας μισό, που είναι το καλό. Αυτό είναι σαν το φως του κεριού. Είναι μικρό, αλλά διαλύει το σκοτάδι.
Γκουτζιαμάνη Γιάννα