Ήταν ο τίτλος που έλαβε πολιτική κίνηση διανοουμένων και εργατών στη Γαλλία (1948-1965), στην οποία ηγετικός νους υπήρξε ο δικός μας Κορνήλιος Καστοριάδης. Για πρώτη φορά χρησιμοποίησε τη διάζευξη αυτή ο Έγκελς σε φράση του. Τότε είχε αρχίσει να μορφώνεται το σοσιαλιστικό κίνημα στον ευρωπαϊκό χώρο. Ασφαλώς ο Έγκελς και άλλοι στοχαστές ή κοινωνικοί επαναστάτες με τον όρο βαρβαρότητα δεν εννοούσαν την κατάσταση των κοινωνιών των πρωτογόνων φυλών της Αφρικής ή του Αμαζονίου, αλλά αυτή των ευρωπαϊκών, στις οποίες είχε πλέον επικρατήσει το αστικό καθεστώς. Πλέον οι βασιλείς δεν ήσαν οι κυρίαρχοι αλλά διακοσμητικά στοιχεία, υποχείρια των οικονομικά ισχυρών, των τραπεζιτών κυρίως. Αυτό συνέβη περί τα μέσα του 19ου αιώνα, 60 μόλις έτη μετά την πολυδιαφημισμένη γαλλική επανάσταση!
Ασφαλώς η νέα βαρβαρότητα, η αστική, είχε διαδεχθεί μιαν άλλη, τη φεουδαρχική. Γιατί συνέβη αυτό; Πού πήγε το σύνθημα «ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα»; Καίρια τα ερωτήματα. Δεν τίθενται όμως απ’ εκείνους που οραματίζονται την αλλαγή της κοινωνίας. Καθώς το όραμά τους είναι ενδοκοσμικό όλες τους οι σκέψεις, όλοι τους οι οραματισμοί και όλες τους οι ελπίδες είναι επίσης ενδοκοσμικές. Συνέπεια αυτής της θεμελίωσης είναι η διαρκής προσπάθεια μεταβολής των θεσμών ως προϋπόθεση μεταβολής των κοινωνιών. Μάλιστα στο αρχικό στάδιο οι οραματιστές του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας είχαν υποταγεί στη μοιρολατρεία θεωρώντας ότι τις κοινωνίες διέπουν κοινωνικοί νόμοι ισχύος ανάλογης προς της των φυσικών νόμων! Με βάση αυτούς τους νόμους θα εξοβελιζόταν κάποτε οριστικά η βαρβαρότητα αστικού τύπου από τις ανθρώπινες κοινωνίες!
Τα πράγματα όχι μόνο δεν εξελίχθηκαν με βάση τις «προφητείες» των «μοιρολατρών», αλλά η βαρβαρότητα εντάθηκε με την πάροδο του χρόνου με τρόπο όμως, ώστε να μη καταστεί ιδιαίτερα αισθητή στους ευρωπαϊκούς λαούς και τους άλλους της Βόρειας Αμερικής. Το αστικό καθεστώς έκανε εξαγωγή βαρβαρότητας στις λοιπές περιοχές του πλανήτη τις «βάρβαρες», υπό την έννοια ότι δεν μετείχαν του δυτικού «πολιτισμού». Η ευμάρεια, που εξασφάλιζαν οι αστοί πλουτοκράτες από την καταλήστευση των αποικιών τους, παρείχε τη δυνατότητα να διαθέτουν μικρό μέρος των υπερκερδών τους στους προνομιούχους λαούς των μητροπολιτικών χωρών. Έτσι με την πάροδο του χρόνου οι πλείστοι από τους αρχικούς οραματιστές του σοσιαλισμού ως κοινωνικού προτύπου οργάνωσης, υπετάγησαν στην αστική λαγνεία, που πρόσφερε και σ’ αυτούς την εξουσία. Ήδη στις αρχές του 20ου αιώνα δεν υπήρχε ουσιώδης ιδεολογική διαφορά μεταξύ των αστικών κομμάτων, περιλαμβανομένων και των κατ’ όνομα σοσιαλιστικών. Πρακτική μόνο διαφορά υπήρχε. Τα «καθαρόαιμα» αστικά κόμματα εμφανίζονταν στους λαούς ως προστάτες των «ιερών» και των «οσίων», όσα είχαν απομείνει, ιδίως στη Δύση. Και αυτό επειδή οι θρησκευτικές ηγεσίες είχαν αποδεχθεί τον ιστορικό συμβιβασμό με την αστική εξουσία, η οποία δεν ήταν δυνατό να συνεχίσει τον εμφανή διωγμό κατά της πίστεως, όπως κατά τα πρώτα έτη μετά τη γαλλική επανάσταση, αφού οι ηγέτες των χριστιανών ευλογούσαν τώρα την κοινωνική αδικία, όπως στο παρελθόν τη φεουδαρχική ασυδοσία.
Έτσι οι «σοσιαλιστές» ανέλαβαν τον ρόλο της πολεμικής κατά της πίστεως, την εξάπλωση του ιδεολογικού υλισμού, απότοκου του «επιστημονικού» υλισμού και της αποδόμησης της παράδοσης. Στη χώρα μας τα συμβαίνοντα στη Δύση επαναλαμβάνονται με σημαντική καθυστέρηση. Έπρεπε να φθάσουμε στην εποχή των μνημονίων, για να διαπιστώσουμε την εξόφθαλμη αυτή πραγματικότητα!
Εκείνοι που επέμεναν στην επαναστατική οργάνωση για την ανατροπή του αστικού καθεστώτος, προχώρησαν στην ίδρυση της κομμουνιστικής διεθνούς. Πόσο όμως ανεξάρτητοι υπήρξαν οι πρωταγωνιστές της πρώτης επιτυχημένης επανάστασης από το αστικό καθεστώς, καθώς υπάρχουν μαρτυρίες για ενίσχυση τους από το τραπεζικό κεφάλαιο; Ας παραβλέψουμε αυτό και το ότι η επανάσταση επικράτησε σε χώρα με ημιφεουδαρχικό καθεστώς και όχι σε άλλη με «καθαρόαιμο» αστικό. Πόσο απομακρύνθηκε από τη βαρβαρότητα το νέο καθεστώς, η αποκληθείσα από τους ηγέτες του δικτατορία του προλεταριάτου; Ήταν όντως του προλεταριάτου ή επί του προλεταριάτου; Τα μέλη του κόμματος ανέρχονταν στο 6% περίπου. Το υπόλοιπο όμως τι ήταν; Πλουτοκράτες, που είχαν διατηρήσει τις περιουσίες τους; Οι τόσοι απλοί άνθρωποι, που οδηγήθηκαν στις φυλακές, στα φοβερά στρατόπεδα ή εκτελέστηκαν ως εχθροί του λαού μήπως αποδεικνύουν ότι επικράτησε απλώς άλλης μορφής βαρβαρότητα;
Τελικά το σύστημα του ακραίου στραγγαλισμού της ελευθερίας του προσώπου κατέρρευσε. Αρκετοί, όντως ιδεολόγοι πλην αδυνατούντες να αναλύσουν τα συμβάντα, καθώς η ιδεολογία τους είχε πλείστα όσα γνωρίσματα του παπικού ολοκληρωτισμού, βρέθηκαν στο κενό, καθώς κατερρίφθη ο μύθος των κοινωνικών νόμων. Ο καπιταλισμός έσπευσε να τελέσει θρίαμβο για την επικράτησή του! Τώρα πλέον χωρίς το αντίπαλο δέος έχει την ευχέρεια να συγκεντρώσει εκ νέου στις τράπεζές του εκείνα που με «πόνο ψυχής» είχε δαπανήσει για την επικράτηση κοινωνικής ειρήνης. Οι εργαζόμενοι χάνουν το ένα μετά το άλλο τα δικαιώματα, που είχαν αποκτήσει ακόμη αι με αίμα. Και κάποιοι χριστιανοί εμμένουν στη σαθρή και άκρως αντιευαγγελική άποψη ότι κατέρρευσε και συνετρίβη η οργανωμένη αθεΐα. Απεχθανόμενοι την αυτοκριτική δεν θέτουν το απλό ερώτημα: Θα είχε εκδηλωθεί η γαλλική επανάσταση, αν οι «χριστιανοί» ηγέτες δεν είχαν συμπλεύσει με τους βάρβαρους φεουδάρχες κατά τον μεσαίωνα. Θα είχε εκδηλωθεί η ρωσική επανάσταση, αν οι «ορθόδοξοι» τσάροι ασκούσαν την εξουσία με βάση τη διδασκαλία του Χριστού;
Τι δίδαξε ο Χριστός για την άσκηση της εξουσίας; Κάτι άκρως οδυνηρό για τους ασκούντες αυτήν: Να είναι υπηρέτες όλων των υπηκόων! Εξωφρενικό ακούγεται στους εμπαθείς και αλαζόνες διαχρονικά εξουσιαστές παντός τύπου. Γι’ αυτό και αποκαλύπτονται γυμνοί από όραμα μόλις καταλάβουν κάποιον θώκο, αν και διακήρυξαν αρχές που συγκίνησαν κατά καιρούς τους πονεμένους λαούς. Τα αρχαία γνωμικά «άρχεσθαι μαθών άρχειν επιστήσει» και «αρχή άνδρα δείκνυσι» είναι για τους ιστορικούς. Είναι ακόμη για τους αφελείς το παράδειγμα πλήθους αγίων, οι οποίοι, ακολουθώντας τον Χριστό, περιφρόνησαν εκείνα, για τα οποία παθιάζονται οι πολλοί: Πλούτη, αξιώματα και ηδονές. Γι’ αυτό και οι άγιοι φαντάζουν αποκρουστικοί στα μάτια των πάσης φύσεως ισχυρών, καθώς το παράδειγμά τους ελέγχει. Συνιστά την ιστορική μαρτυρία ότι η διδασκαλία του Χριστού δεν αποτελεί ουτοπία, όπως διακηρύσσουν οι έχοντες στρέψει την πλάτη στο Θεό.
Όλοι αυτοί ως ειδικοί και επαΐοντες αυτοπροβάλλονται ως ικανοί διαχειριστές των κοινωνικών κρίσεων, τις οποίες οι ίδιοι προκαλούν, άθελα, αλλά και, κυρίως, ηθελημένα. Και επέρχονται μεταβολές και ψηφίζονται νόμοι και παρέχονται στους λαούς ενδοκοσμικές ελπίδες για καλύτερο μέλλον. Και το μέλλον καθίσταται παρελθόν και η βαρβαρότητα εντείνεται. Και οι χριστιανοί εξακολουθούν να σιωπούν γινόμενοι όχι μόνο συνένοχοι των νεοβαρβάρων, αλλά και αίτιοι να βλασφημείται το όνομα του Θεού μεταξύ των ανθρώπων, που επηρεασμένοι από την υλιστική ιδεολογία, οδηγούνται στην απόρριψη της ύπαρξής Του, λόγω της «αδράνειάς» Του έναντι της κραυγαλέας κοινωνικής αδικίας, την οποία αφήνει ατιμώρητη. Βέβαια για όλους αυτούς και ίσως και για πολλούς «χριστιανούς» η μέλλουσα κρίση είναι μύθος.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»