Γράφει ο Θανάσης Καλλιανιώτης:
Διαφυλλίζονται δηλώσεις ζημιών εκ πολέμου έτους 1945 του οικισμού Αιανή Κοζάνης, πορεία ανάμεσα στην πραγματικότητα και την υπερβολή, την απτή καθημερινότητα και την ιδεολογική επικάλυψη με εφόδια πρωτότυπες πηγές, προφορικές καταθέσεις κι άλλες μαρτυρίες, η οποία, αν εξαιρεθεί το ένστικτο της επιστροφής στο χρόνο και τον τόπο, προσφέρει στον ερευνητή τη χαρά της δημιουργίας, ενώ στους αναγνώστες ευελπιστεί να καταδείξει δρόμους ασφαλών αναγνώσεων του παρελθόντος, κατανόηση του παρόντος και προμαντεύσεις του μέλλοντος.
Αφετηρία ήταν πρόσφατη ανάγνωση σχετικών εγγράφων. Σε περίπτωση που αλήθευαν όλα, επρόκειτο για συγκλονιστικό δράμα οι επιπτώσεις του οποίου φτάνουν ως σήμερα με τις κληρονομιές του να ανιχνεύονται στη στάση, στη σκέψη και την πράξη αρκετών επιγόνων.
Στη διάθεση της έρευνας τέθηκαν τα 2/3 των ζημιών, όχι όλες. Εν τούτοις, η έλλειψη ολότητας λογίζεται φορές ως πλεονέκτημα, επειδή δημιουργεί ερωτήματα κι ωθεί στην αναζήτηση συγκείμενων και περικείμενων ψηφίδων ώστε να σχηματιστεί μια ζώσα εικόνα.
Η εύρεση της δήλωσης ζημιών του συνονόματου εκ μητρός παππού μου αποτέλεσε εισιτήριο ασφαλής εισόδου στη βιοτή μιας κατώτατης οικονομικά, αλλά ανώτατης αισθηματικά, κοινωνικής τάξης, αυτής των ευάριθμων αγροτών και ποιμένων που δεν επέτρεψαν την άλωση του χαρακτήρα και της κοσμοθεωρίας τους από τον εκάστοτε συγκυριακό καιροσκοπισμό, προτερήματα που πέρασαν σε επόμενες γενιές.
Διευκρίνιση: δεν ασκούσαν βία όλοι οι σιδηροφορούντες της εποχής ούτε διακρίνονταν εν συνόλω στο διαγούμισμα. Όσο δυνατό και να είναι το ποτάμι των καιρών ορισμένοι ρωμαλέα πρόσωπα δεν αφήνονται να παρασυρθούν, οπότε οι αναφερόμενοι δηωτές εκφράζουν ένα μόνον μέρος κι όχι την ολότητα.
Ιδιαίτερες ευχαριστίες στους αυτόπτες της εποχής που δέχτηκαν να μοιραστούν προσωπικές τους μνήμες κι ακόμη σε όσους τις κατέγραψαν χωρίς να τις δώσουν στο φως της δημοσιότητας όπως π.χ. στο δάσκαλο Κωνσταντίνο Σιαμπανόπουλο, στον οποίον πρέπουν ανδριάντες κι όχι απλές προτομές.
Το κείμενο αφιερώνεται στον κόσμο της μελέτης. Είναι μια ατομική πνευματική άσκηση που προσκομίζεται για επισήμανση ημαρτημένων και προς εναργέστερο φωτισμό άλλων απόψεων, σκέψεων κι οπτικών. Προσφορά στην ενεστώσα Γνώση και περισσότερο στους μεταγενείς θεράποντές της.
Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Κοζάνη εναπόκεινται 127 δηλώσεις ζημιών εκ πολέμου του οικισμού Αιανή Κοζάνης, ένθετες σε λεπτότερο και μικρότερο σε μέγεθος χάρτινο περικάλυμμα επιγραφόμενο με κόκκινο μολύβι αιανή Κοζάνης 8 (το 8 με διπλή υπογράμμιση). Λεηλάτες ως επί το πλείστον οι Γερμανοί.
Πρόκειται για γραπτές καταθέσεις 119 ανδρών κι 8 γυναικών γεννημένων ή μεγαλωμένων στο χωριό, εκτός από τέσσερις παρεπίδημους άνδρες που λόγω της επιπολάζουσας πείνας είχαν προσέλθει κυρίως από την πόλη της Κοζάνης εξασκώντας τα επαγγέλματα του κτίστη, του εργάτη και του κουρέα. Στην ύπαιθρο διαβίωνε τότε κανείς με μεγαλύτερη άνεση από την πόλη λόγω της ελεητικότητας ορισμένων χωριτών, ιδίως γυναικών, κι επειδή έβρισκε πιο εύκολα κατάλυμα προς διαμονήν. Όσοι δε είχαν συγγενείς, ένιωθαν ακόμη καλύτερα -από την Αθήνα είχαν έρθει τότε στο χωριό η θεία μου Αγγελική με το γιο της.
Εκκλησιαστική ενθύμηση ιερέα της Ελίμειας αναφέρει την ίδια εποχή πείνα μεγάλη και πως Αθηναίοι αγόρασαν το Δεκέμβριο του 1941 3.800 δραχμές την οκά το ψωμί. Αλλά μόνον η τιμή είναι εν όλω αληθής, ενώ η μεγάλη πείνα εν μέρει μόνον και για τους αστούς, καθώς οφειλόταν συν τοις άλλοις στην επιθυμία της πλειονότητας των αγροτών και των ποιμένων να πωλήσουν κρυφά από την Ελληνική Πολιτεία το ζωικό και φυτικό περίσσευμά τους με όσο το δυνατόν περισσότερο κέρδος. Όχι πάντα με επιτυχία, αφού επιτήδειοι έμποροι, αρκετοί από τους οποίους προφανώς δήλωναν Αθηναίοι για να μην φανερώνουν τα πραγματικά τους ονόματα και χωριά, αγόραζαν τα είδη με κατοχικά χαρτονομίσματα που παρά την ονομαστική τους αξία είχαν ελάχιστη αγοραστική.
Φοροκαταιγίδα
Κάθε μελέτη παρομοίων εγγράφων, αν επιθυμεί να ξεφύγει από τη μομφή της απλής αντιγραφής, είναι αναγκαίο να ορμαθίζεται με άλλες πηγές. Ακόμη να εμπλουτίζεται και να εντάσσεται στο χώρο και το χρόνο μακριά από το διάφορον και την προκατάληψη. Συγκεκριμένα ονόματα, αγαθά, ποσότητες και γεγονότα τέρπουν τον ειλικρινή ερευνητή όσο κι αν η ασάφεια τον καλεί απατηλά σε δρόμους όπου το μυθικό περιπλέκεται με την αλήθεια εις βάρος της δεύτερης. Την εικόνα των γραπτών πηγών έρχονται να συμπληρώσουν, απολεπίσουν ή αποδομήσουν προφορικές καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, μαρτυρίες το ίδιο ισάξιες αν όχι ανώτερες από τις καταγεγραμμένες αντίστοιχες λόγω του πλούτου και της αμεσότητάς τους. Πρόκειται για ανεκτίμητο εργαλείο στα χέρια κάθε εμβριθούς κι έμπειρου ερευνητή. Όπως ορθά θεωρεί επιφανής θεράποντας της Ιστορίας: το σλόγκαν στην Προφορική Ιστορία είναι: «όσο πιο πολλά ξέρω, τόσο πιο πολλά μαθαίνω».
Ακόμη το ενδιαφέρον του ιστορικού εστιάζεται όχι μόνον σ΄ αυτά που έχει μπροστά του αλλά και σ΄ αυτά που δεν έχει και δεν πρόκειται ίσως ποτέ να δει, δηλαδή στις σιωπές και τις αποσιωπήσεις, που είναι περισσότερες από τις προφανείς παραστάσεις, οι σιωπές λ.χ. των κειμένων που δεν ήταν διαθέσιμα να δει και οι αποσιωπήσεις σε έγγραφα και διηγήσεις πληροφορητών, αθέλητες ή ηθελημένες. Στην τελευταία περίπτωση ο ιστορικός υποθέτει δανειζόμενος από παραπλήσιους τόπους και χρόνους ή στηριζόμενος στη λογική, απόφαση που εξαρτάται από την εμβρίθεια και την τέχνη του.
Ήταν σε θέση ο καθείς να δηλώσει ό,τι επιθυμούσε; Φυσικά, αν συμφωνούσε πρώτα η τοπική εξουσία κι έπειτα οι επόπτες της Κοινωνικής Πρόνοιας που σύμφωνα με το σκεπτικό θα έρχονταν από την πόλη στο χωριό για αυτοψία στη σκηνή του δράματος. Οι δεύτεροι είχαν τη δυνατότητα να προσέλθουν αυστηροί στο πεδίο κρατώντας στα χέρια τους τις πρότερες ενιαύσιες δηλώσεις σιτοκαλλιέργειας στην Κεντρική Επιτροπή Προστασίας Εγχωρίου Σιτοπαραγωγής (ΚΕΠΕΣ) των κατοίκων όπου δηλωνόταν η ποσότητα τόσο για τη νέα σπορά όσο και για τις τροφικές ανάγκες της οικογένειας. Αν το έπραξαν αυτό και σε ποιο μέρος είναι άδηλο.
Η τοπική εξουσία είχε την εθιμική τάση να απαιτεί όσο μπορούσε περισσότερα από την κεντρική αντίστοιχη για να τα μοιράζει η ίδια στους τελικούς αποδέκτες, ανάλογα με την προτίμησή της κατά μιαν έννοια. Ορισμένα, βέβαια, ζημιώματα, αν όχι αρκετά ή όλα, φάνηκαν υπερβολικά στους κρατούντες, γι’ αυτό σε ορισμένους τουλάχιστον απόμακρους οικισμούς την πιστότητα βεβαίωνε ο εκάστοτε κωμάρχης.
Στην Εορδαία οι κάτοικοι ενίσχυαν την αλήθεια των ζημιών που είχαν υποστεί τόσο με βεβαίωση του δημάρχου όσο και του Ειρηνοδικείου. Επειδή, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά άρτι αφιχθείς μητροπολίτης στα Γρεβενά λίγα χρόνια αργότερα:
εν αρχή δεν ηθελήσαμεν να πιστεύσωμεν εις τα παράπονα και τας διαμαρτυρίας των χωρικών. Είχομεν την γνώμην, ότι αι απαιτήσεις αυτών είναι υπερβολικαί και παράλογοι. Πλην όμως με την πάροδον του χρόνου και ημείς αντελήφθημεν τας αθλίας συνθήκας της ζωής αυτού του κόσμου…
Εδώ δημιουργούνται ερωτήματα: μήπως οι κάτοικοι συμπεριέλαβαν στις δηλώσεις ζημιών που προξένησαν οι κατακτητές και οι υπόλοιποι ένοπλοι τους φόρους προς την Ελληνική Πολιτεία επί της παραγωγής σίτου, κριθής, σίκαλη κι αραβόσιτου, της δεκάτης δηλαδή, γνωστότερης ως δέκατο, και του παρακρατήματος, φόρου που ξεκίνησε το 1942 ως το 1/10 της δεκάτης και το επόμενο έτος μειώθηκε στο 1/6 της περίπου; Πρακτικότερα: γεωργός του χωριού Ελάτη Σερβίων από τις 1965 οκάδες παραγωγής δημητριακών του έδινε τις 196,5 ως δέκατο και τις 19 σαν παρακράτημα. Τυπικά το παρακράτημα δινόταν στα λαϊκά συσσίτια που διαφέντευε η νομαρχία στις πόλεις και κωμοπόλεις του νομού, όση τουλάχιστον ποσότητα περνούσε από τα διάφορα κόσκινα πριν φθάσει στα μαγειρεία τους.
Το δέκατο το πλήρωναν επειδή υπήρχε επί Τουρκοκρατίας, αλλά διέκειντο σχεδόν απόλυτα αρνητικά ως προς το παρακράτημα. Ποιοι ήταν συνεπείς στην πληρωμή του παρακρατήματος και ποιοι όχι είναι ζήτημα προς διερεύνησιν. Δεν φαίνεται να σχετίζεται με τη γεωγραφική απόσταση και την οδική απομόνωση των οικισμών από το κέντρο, αφού στον ορεινό οικισμό Καστανιά Σερβίων από τους 190 παραγωγούς μόνον 10 είχαν δώσει παρακράτημα, ενώ στον πιο μακρινό Λάβα κανείς. Στην πεδινή κωμόπολη του Βελβενδού δεν το είχε καταθέσει κανείς από τους 804 οικογενειάρχες παραγωγούς του, ενώ στην αντίστοιχη των Σερβίων μόνον το 3,7% τους.
Ούτε κι εξαρτιόταν η πληρωμή του παρακρατήματος από την ποσότητα παραγωγής, αφού στα ορεινά χωριά Πολύρραχο και Προσήλιο των 82 οικογενειών δύο μόνον το είχαν καταθέσει, ο Δημήτριος Δημόπουλος του Νικολάου (1805 οκάδες) κι ο μάλλον εξάδελφός του συνονόματός του τού Γεωργίου (530 οκ.). Ούτε κι από ιδεολογικούς λόγους στήριξης ή άρνησης του καθεστώτος εξαρτιόταν το δόσιμο, αφού στα Σέρβια από τα διαθέσιμα στοιχεία απέφυγαν το παρακράτημα τόσο ο Μιχαήλ Παπαδόπουλος, μετέπειτα αρχηγός αντικομουνιστών οπλιτών ως Μιχάλαγας, όσο και μέλος έπειτα της ΠΕ του ΚΚΕ Κοζάνης με τα πολεμικά προσωνύμια Άγγελος ή Λεβεντάκος. Ήταν μάλλον ζήτημα χαρακτήρα, ευπείθειας στους νόμους ή πρόσδεσης στην εξουσία.
Το ερώτημα αν το δέκατο που κατέθεταν οι κάτοικοι στην Ελληνική Πολιτεία συμπεριελήφθη -όταν λαμβάνονταν σε ειρηνικούς καιρούς- στις δηλώσεις ζημιών των κατοίκων απαντάται σε σπάνιες μαρτυρίες, ενός αγρότη π.χ. του οικισμού Αγίου Δημητρίου Κοζάνης ο οποίος γράφει αυτολεξεί σε δήλωση ζημιών του από τους Γερμανούς: δια δεκάτην οκ <500> πεντακοσίας, δηλαδή οι Γερμανοί αφήρεσαν από αυτόν 500 οκάδες σίτου, τις οποίες προόριζε για τον ειρημένο φόρο.
Ωστόσο, δεν έχει διευκρινιστεί αν την ποσότητα αυτή την κατάσχεσαν ως οφειλόμενη ή απλώς προορίζονταν για δόσιμο ως φόρος και οι στρατιώτες την πήραν για δικό τους όφελος. Έτερος του γειτονικού οικισμού Τετράλοφος ήταν εντελώς συγκεκριμένος γράφοντας σε δήλωση ζημιών του από τους Γερμανούς: Σιτηρά παραδοθέντα εις ΚΕΠΕΣ οκ 800. Και τρίτος από τον Άγιο Δημήτριο πάλι δήλωσε ότι τις 250 οκ που προόριζε για το φόρο της δεκάτης τις πυρπόλησε ο ΕΛΑΣ μαζί με την οικία, το στάβλο και την αχυρώνα του κατά την επίθεσή του εναντίον του χωριού.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ