Άρθρο της Καλλιόπης Βέττα στην Εφημερίδα Εποχή:
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, από το βήμα του ΟΗΕ, ο πρωθυπουργός εξήγγειλε την πλήρη απολιγνιτοποίηση της χώρας έως το 2023, πλην μιας λιγνιτικής μονάδας στην Πτολεμαΐδα που θα παραμείνει ανοικτή έως το 2028. Η συγκεκριμένη εξαγγελία, εξειδικεύτηκε με το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα το οποίο περιγράφει, εκτός των άλλων, τον οδικό χάρτη για τη συμμετοχή των ορυκτών καυσίμων στο ενεργειακό ισοζύγιο για τα επόμενα χρόνια.
Η παραπάνω εξέλιξη, που δεν είχε ανακοινωθεί προεκλογικά, ούτε υπήρξε κάποια διαβούλευση έπειτα, έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στη Δυτική Μακεδονία, γεγονός απολύτως λογικό μιας και η συμμετοχή των λιγντιτοπαραγωγικών μονάδων στο ΑΕΠ της περιοχής, προσεγγίζει το 45%. Το προηγούμενο διάστημα, το σύνολο των φορέων, από την περιφέρεια και τους Δήμους, ως τα επιμελητήρια, τα εργατικά κέντρα και τους εκπαιδευτικούς φορείς κατήγγειλαν τόσο την διαδικασία, όσο κυρίως τη βεβιασμένη, πρόχειρη και εκβιαστική υλοποίησή της.
Να σημειωθεί, ότι η απολιγνιτοποίηση, εκτός από τους άμεσα και έμμεσα θιγόμενους –οι οποίοι υπολογίζονται, σύμφωνα με μελέτη των επιμελητηρίων της περιοχής, από 24-40 χιλιάδες άτομα- επηρεάζει όλους τους κατοίκους της Δυτικής Μακεδονίας, μιας και συνδέεται με το ζήτημα της τηλεθέρμανσης, της αποκατάστασης του εδάφους και του υπεδάφους, την ύδρευση και την άρδευση, και μια σειρά άλλων ζητημάτων που άπτονται της λιγνιτικής παραγωγής.
Το περασμένο Σάββατο, έπειτα από πέντε μήνες σιωπής, ένα υψηλόβαθμο κυβερνητικό κλιμάκιο επισκέφτηκε την Κοζάνη για να ανακοινώσει μέτρα για την επόμενη ημέρα. Η οργάνωση της ημερίδας ήταν τόσο πρόχειρη, που μια μέρα πριν δεν υπήρχε πρόγραμμα, ούτε είχαν προσκληθεί οι επίσημοι ομιλητές. Επίσης, την ώρα της έναρξης σημειώθηκε χρήση χημικών ενάντια σε διαδηλωτές που ήθελαν να διαμαρτυρηθούν ειρηνικά, ενώ οι παριστάμενοι υπουργοί έκαναν δεκτή καμία πρόταση για ουσιαστικό διάλογο από την αρχή. Το αποτέλεσμα αυτής της προσβλητικής και αλαζονικής στάσης ήταν η αποχώρηση όλων των θεσμικών φορέων από τον χώρο της εκδήλωσης.
Τι ανακοινώθηκε
Η δέσμη μέτρων που ανακοινώθηκε αφορά, κυρίως, φωτοβολταϊκές επενδύσεις, ευρωπαϊκούς πόρους για τη δίκαιη μετάβαση (δημόσιοι και ιδιωτικοί), εθελούσια έξοδο των εργαζομένων της ΔΕΗ, αποκατάσταση εδαφών, αναθεώρηση χωροταξικού σχεδίου, τηλεθέρμανση.
Σε δεύτερο επίπεδο, εξαγγέλθηκαν μέτρα που ήδη είχαν δρομολογηθεί επί ΣΥΡΙΖΑ, δαιμονοποιήθηκαν –ως συνήθως- τα εργατικά κεκτημένα και η ΔΕΗ, συκοφαντήθηκαν οι πρωτοβουλίες που είχαν γίνει από το 2015 και μετά, ενώ επισημάνθηκε ο κρίσιμος ρόλος των ιδιωτικών συμφερόντων στην ανάπτυξη της περιοχής. Τέλος, ανακοινώθηκε ότι η περιοχή θα μπει σε ειδικό οικονομικό καθεστώς, γεγονός που προκαλεί θυμηδία όταν η κυβέρνηση λίγους μήνες πριν, στη συζήτηση για το αναπτυξιακό νομοσχέδιο, καταψήφισε την τροπολογία του ΣΥΡΙΖΑ για την ένταξη των περιοχών που θα πληγούν σε πλαίσιο ειδικών αναπτυξιακών κινήτρων.
Τι ισχύει
Η αγωνία των κατοίκων της περιοχής μεγάλωσε μετά την ανακοίνωση των μέτρων. Απολύτως αναμενόμενο, μιας και σε μια σειρά από μέτρα, οι προϋποθέσεις και οι παραδοχές είναι τόσο αβέβαιες που δικαιώνουν όσους υποστηρίζουμε ότι πρόκειται για μια βεβιασμένη και πρόχειρη απολιγνιτοποίηση.
Αρχικά, δεν έγινε καμία νύξη για χρονική παράταση του σχεδίου, όταν η δίκαιη μετάβαση απαιτεί δεκαετίες, όπως έχει δείξει η διεθνής εμπειρία (Ρουρ και Έμσερ), αλλά και η ίδια η Ε.Ε. πιστοποίησε δια της DG Regio, μόλις πρόσφατα.
Για τα οικονομικά δεδομένα: οι μόνοι εξασφαλισμένοι πόροι είναι τα 300 εκ. από το Μηχανισμό Δίκαιης Μετάβασης της Ε.Ε., τα οποία αφορούν την περίοδο 2021-27, δηλαδή περίπου 42 εκατομμύρια τον χρόνο. Τα υπόλοιπα είναι εικασίες και εκτιμήσεις για συμμετοχή ιδιωτών, οι οποίοι με μόχλευση κεφαλαίων θα συμμετέχουν σε επενδυτικές και χρηματοδοτικές δράσεις. Επίσης, με μια λογιστική λαθροχειρία αθροίζονται στο συνολικό ποσό των 4 περίπου δις. ευρώ (από δημόσιο και ιδιώτες), χρήματα που ήδη θα έπαιρναν οι λιγνιτικές μονάδες μέσω ΕΣΠΑ.
Για τη δημιουργία φωτοβολταϊκών, να επισημανθεί απλώς ότι, ακόμα κι αν ξεκινήσουν σε 2-3 χρόνια, όπως υποστηρίζεται –που είναι εξόχως αμφίβολο- δεν αντισταθμίζουν τη μακροπρόθεσμη έλλειψη θέσεων εργασίας που θα παρατηρηθεί στην περιοχή, ούτε εξασφαλίζουν την ενεργειακή αυτάρκεια της χώρας.
Για την εθελούσια: εκτός από τα golden boys με τις λιμουζίνες και άλλες παροχές, δεν υπάρχει ακόμη κάποιο σχέδιο για τους εργαζομένους. Επίσης, δεν αντισταθμίζεται το γεγονός ότι μία θέση εργαζομένου στη ΔΕΗ, δημιουργεί ή συντηρεί από 2,5 έως 4 θέσεις εργασίας σε άλλους παραγωγικούς τομείς. Για την αποκατάσταση των εδαφών, δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο, ενώ για την τηλεθέρμανση, η οποία είχε προχωρήσει επί ΣΥΡΙΖΑ, η κατάσταση είναι συγκεχυμένη.
Κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ
Η κριτική που ασκεί η ΝΔ στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι προκρίνει την καύση λιγνίτη, μια επιλογή σαφώς αντιοικολογική. Επιχειρεί, με αυτό τον τρόπο, να φιλοτεχνήσει ένα οικολογικό προφίλ για τον εαυτό της, το οποίο όμως με μια προσεκτικότερη ματιά καταρρέει.
Καταρρέει, πρώτον, γιατί η υιοθέτηση του φυσικού αερίου, ενός ορυκτού καυσίμου, ως καύσιμου μετάβασης δεν είναι επιλογή φιλική προς το περιβάλλον, ενώ δεν εξασφαλίζεται η ενεργειακή επάρκεια καυσίμου για τη χώρα σε μια περίοδο γεωπολιτικών αναταράξεων, πόσο μάλλον όταν επίκειται αύξηση της τιμής του. Δεύτερον, γιατί η Παγκόσμια Τράπεζα, όπως οι ίδιοι παραδέχονται, δεν εντάσσει στις επιλέξιμες δράσεις της τη δανειοδότηση επενδύσεων που αφορούν το φυσικό αέριο. Τρίτον, γιατί οι ίδιοι οι ευρωβουλευτές της ΝΔ, λίγους μήνες πριν αρνήθηκαν να στηρίξουν ψήφισμα για τα δάση του Αμαζονίου, στοιχιζόμενοι πίσω από μικροπολιτικές και τις επιδιώξεις του Μπολσονάρο. Καταρρέει, τέλος, γιατί με κάθε αφορμή και σε κάθε νομοσχέδιο, διατρανώνεται η πίστη της ΝΔ ότι το κράτος πρέπει να σαρώσει κάθε εμπόδιο για την προσέλκυση επενδύσεων, εμπόδια τα οποία για την ίδια είναι η περιβαλλοντική, εργασιακή, και αρχαιολογική νομοθεσία.
Τι πιστεύουμε εμείς
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την καταστατική του διακήρυξη αξιολογεί πολύ υψηλά, τόσο τα ζητήματα εργασιακών δικαιωμάτων, όσο και την ανάγκη για μια άλλη, πράσινη ανάπτυξη, φιλική στο περιβάλλον.
Υιοθετώντας τη Συμφωνία των Παρισίων, ενέταξε στη προγραμματική του επεξεργασία, αλλά και στη κυβερνητική του πρακτική την συμφωνία για την κλιματική ουδετερότητα έως το 2050.
Σε αυτό το πλαίσιο, αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα που έχει για τη Δυτική Μακεδονία, αλλά και για τη Μεγαλόπολη η παραγωγή λιγνίτη, επεξεργαστήκαμε ένα σχέδιο σταδιακής μετάβασης, με πρώτο ορόσημο το 2030, όπου ο προγραμματισμός προέβλεπε χρήση λιγνίτη περίπου 17% για τη συνολική παραγωγή του ρεύματος, με σταδιακή μείωση του ποσοστού έως το 2050 όπου θα μηδενιζόταν, σύμφωνα εξάλλου και με τις διεθνείς δεσμεύσεις. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, αλλά και για τη μείωση των αερίων που είχαν φέρει την χώρα μας τρίτη στην Ευρώπη σε αυτό τον τομέα, είχαμε δεχτεί τα εύσημα των ευρωπαϊκών θεσμών.
Παράλληλα, σε συνεργασία με διεθνείς εμπειρογνώμονες αναζητήσαμε τα κατάλληλα μέτρα και αναπτυξιακά εργαλεία, ενώ με την ίδρυση του Πράσινου Ταμείου, ενός ταμείου προσανατολισμένου στη χρηματοδότηση δράσεων που υποστηρίζουν τη δίκαιη μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, δείξαμε εμπράκτως πως αντιλαμβανόμαστε την επόμενη ημέρα (ήδη, 60 εκατομμύρια ευρώ, είναι διαθέσιμα για σκοπούς του Ταμείου).
Επίσης, σε όλη αυτή την διαδικασία, ακούσαμε τις απόψεις των τοπικών αρχών, φορέων και συλλογικοτήτων μιας και ο διάλογος για την επόμενη ημέρα, ξεκίνησε με δική μας πρωτοβουλία από την άνοιξη του 2018.
Τι θα γίνει
Το πρόγραμμα της κυβέρνησης είναι προφανώς ουτοπικό και ανεφάρμοστο. Η μόνη περίπτωση που μπορεί να βγουν οι χρονολογίες που έχει θέσει είναι να υπάρξει ξαφνικός θάνατος και να ερημώσει μια περιοχή με δεκάδες χιλιάδες κατοίκους.
Έτσι, αργά ή γρήγορα, φτιάχνοντας και ένα προφίλ «δεκτικού συνομιλητή» η κυβέρνηση θα πάει πίσω τις ημερομηνίες. Πόσο μάλλον, όταν η Κοζάνη, μια περιοχή με πολύ αυξημένους δείκτες ανεργίας, ήδη μετράει τις πληγές της από την αναστολή έξι πανεπιστημιακών τμημάτων που είχαν δρομολογηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ακόμα και έτσι οι παραδοχές, δεν βγαίνουν. Η κυβέρνηση, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του φυσικού αερίου, φιλοτεχνεί για τον εαυτό της ένα ψευδεπίγραφο οικολογικό προφίλ, οδηγώντας στον μαρασμό μια ολόκληρη περιοχή.
Τα διακυβεύματα είναι ακόμη ανοικτά και, όπως έχει αποδείξει η ιστορία, μόνο με τους κοινωνικούς αγώνες μπορούν να κερδηθούν. Το ίδιο θα συμβεί και στην περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας, όσο κι αν κάποιοι απεργάζονται άλλες λύσεις.