‘’Φέτος συμπληρώθηκαν 30 χρόνια (20-7-1989) από την αναχώρηση του Γιάννη Τσαρούχη από τον μάταιο αυτόν κόσμο. Ο Γ. Τσαρούχης υπήρξε αναμφισβήτητα σημαντικός κρίκος του νεοελληνικού μας πολιτισμού. Ήταν τόσο ευρύ πνεύμα ώστε έκλεινε μέσα του και την Ορθοδοξία, εντρύφησε ελεύθερα στην Ορθοδοξία. Ο Θεός ‘’πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν’’ (Α’ Τιμ. 2,4). Ο Θεός θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να γνωρίσουν σε βάθος την αλήθεια’’. Με αυτόν τον σύντομο λόγο ξεκίνησε ο π. Κωνσταντίνος την εκδήλωση-αφιέρωμα στο Γιάννη Τσαρούχη (28-11-2019) στο Αρχονταρίκι του Αγίου Διονυσίου εν Ολύμπω στο Βελβεντό, της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης.
Η εκδήλωση ήταν λιτή. Περιελάμβανε: α. Ανάγνωση ενός θαυμάσιου κειμένου με τίτλο: ‘’Επί την ηλίου δύσιν’’ του αρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη, προηγουμένου της Ιεράς Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους, για τον Γιάννη Τσαρούχη, όπου αποτυπώνεται η πνευματική του διάσταση. β. Ανακοίνωση γνώμης του Μάνου Χατζιδάκι για τον Γιάννη Τσαρούχη. γ. Ακρόαση Στιχηρού Ιδιόμελου των Αίνων της Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής (η Ακολουθία ψάλλεται το Βράδυ της Αγίας και Μεγάλης Πέμπτης) ”Δύο και πονηρά εποίησεν” σε μελοποίηση Πέτρου Φιλανθίδου, 1920. Ερμηνεία: Διακο-Διονύσιος Φιρφιρής, Άγιον Όρος. Σχόλιο π. Κ.Ι.Κ. δ. Προσφορά τσάι – καφέ με τα ανάλογα εδέσματα. Στην ανάγνωση των κειμένων ήταν η Μαρία Κουτσιούκη, εκπαιδευτικός Α/θμιας εκπαίδευσης, κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, ιστορία, τοπική ιστορία, έρευνα και διδακτική.
α. ΚΕΙΜΕΝΟ ‘’ΕΠΙ ΤΗΝ ΗΛΙΟΥ ΔΥΣΙΝ’’. αρχιμ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ.
Τον Τσαρούχη τον γνώρισα γέρο στο Άγιον Όρος, όταν ερχόταν για να παρακολουθήσει τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ήταν άνθρωπος ώριμος, με βαθιά σοφία και ανθρωπιά, που για να φτάσεις, πρέπει να έχεις πονέσει πολύ, και να είσαι ευγνώμων γι’ αυτό. Είχε μέσα του σαφήνεια και τόλμη, που έμοιαζε με τη σαφήνεια και την τόλμη του Αγίου Όρους.
Έτσι δεν μπορείς, ούτε έχει νόημα, μιλώντας για τον Τσαρούχη, να απαριθμήσεις τα προσόντα και τις ικανότητές του. Αυτό που του χαρίσθηκε, είναι η σύνθεσις και η υπέρβασις όλων, και η άφιξή του δια της αληθούς μετανοίας στο μακάριον τέλος, που καταυγάζει τον άνθρωπο με ιλαρόν φως αγίας δόξης.
Ο Τσαρούχης δεν ήταν ένας απλός καλλιτέχνης ή στοχαστής. Τέτοιους έχουμε πολλούς. Ήταν πνευματικός άνθρωπος, με την αληθινή σημασία του όρου. Και σε μια απλή του φράση περιέκλεισε και απεκάλυψε όλο το πνευματικό του μεγαλείο και τη δύναμη.
Όταν τον ρώτησαν αν ευτύχησε στη ζωή του, είπε: ‘’Τώρα, με τα γεράματα και τη αρρώστια, νοιώθω ευτυχισμένος, γιατί βρήκα αυτό που ζητούσα. Όταν ήμουν νέος, ήμουν δυστυχής, γιατί έψαχνα όλα αυτά και δεν τα εύρισκα’’.
Αυτό είναι το επαναστατικό και γαλήνιο του Τσαρούχη, που πήρε από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Για να απαντήσει έτσι, σημαίνει ότι είχε δύναμη που ανατρέπει την καθεστηκυία τάξη της φθοράς και φέρνει τα πάνω κάτω. Συνήθως λέγεται: ‘’Το παν είναι η υγεία’’. Επίσης: “Το γήρας ουκ έρχεται μόνον”, αλλά συνοδεύεται με πολλά δεινά, που οδηγούν στον θάνατο. Αυτό ουσιαστικά είναι υποδούλωση στη μοίρα και ηττοπάθεια.
Αλλά ούτε για την Εκκλησία ούτε για τον Τσαρούχη είναι έτσι τα πράγματα. Η υγεία είναι σημαντικό αγαθό, αλλά δεν είναι το παν. Και το γήρας ουκ έρχεται μόνον, αλλά φέρνει μαζί του – γι’ αυτούς που ζητούν τα τίμια- την ευτυχία που δεν περιγράφεται.
Η δύσις του ηλίου λέγεται – νομίζω μόνον στα Ελληνικά – και βιούται ως βασίλεμα. Ο ήλιος βασιλεύει όχι όταν μεσουρανεί, αλλά όταν δύει και σβήνει. Και ο αληθινός άνθρωπος βρίσκει τη δύση και το τέλος ως βασίλεμα, ανατολή νέου φωτός και ακτίστου φέγγους.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο 103ος Ψαλμός, όταν διαβάζεται ως προοιμιακός στον Εσπερινό, δεν καταλήγει όπως στην Παλαιά Διαθήκη. Τελειώνει με τους προηγούμενους (δηλαδή τους προτελευταίους) στίχους: Έθου σκότος και εγένετο νυξ (στίχος 20), ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας (στίχος 24). Δόξα Πατρί και Υιώ και Αγίω Πνεύματι. Και νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Επειδή ο άνθρωπος ζητά το πολύ φως, και η Εκκλησία το ξέρει, γι’ αυτό δεν τελειώνει ο Προοιμιακός με το κτιστό φως της δημιουργίας, αλλά με αυτό που για την κοινή λογική και αίσθηση λέγεται και φαίνεται σκότος, επειδή είναι πλησμονή ακτίστου και αδύναμου φωτοχυσίας.
Και όταν σε ένα Μεγάλο Εσπερινό άκουσε το ‘’φως ιλαρόν’’ ψαλλόμενο από τους ιερείς, είχε συντονισθεί η ευαισθησία του στον ρυθμό εκείνο του αρχαίου ύμνου, που κυριολεκτικά ρίχνει τα τείχη της Ιεριχούς. Είχε πάρει το μήνυμα των αιώνων ο Τσαρούχης· και βγαίνοντας έξω, μετά τον Εσπερινό, είπε: ‘’Αυτό είναι το αληθινό μαστούρωμα. Εδώ να έλθουν οι νέοι που το ζητούν ματαίως με χίλιους άλλους τρόπους’’.
Όταν πατήσεις στο ύψωμα της βεβαιότητος που κάνει τα γεράματα αφορμή ευτυχίας, τότε ηρεμείς· στέκεσαι και προχωρείς. Σου αποκαλύπτονται, δια της στάσεως και θέας, διαρκώς νέα βάθη του παρελθόντος και του μέλλοντος. Μιλάς ελεύθερα για όλα, γιατί τα βλέπεις δίπλα σου. Έχεις απαντήσεις για τα δύσκολα. Βρίσκεις τη συνάφεια των αντιθέτων. Είσαι ήρεμος μέσα στην ταραχή και τρέφεσαι από τα αναλλοίωτα δια των προσκαίρων. Δεν θίγεις και δεν θίγεσαι. Δεν ζητάς παινάδια ή θέσεις. Ασχολείσαι με άλλα θέματα.
Και ο Τσαρούχης δεν προσανατολιζόταν σε πράγματα που παρέρχονται. Δεν στηριζόταν σε βάσεις που γλιστρούν και φεύγουν. Είχε πονέσει. Και ο πόνος επιβάλλει απλότητα. Απαγορεύει τη φλυαρία.
Τα σχόλιά του για τα διάφορα πρόσωπα και πράγματα έχουν μια εσωτερική συνοχή. Δεν σχολίαζε πράγματα πρόσκαιρα και φρόκαλα που τα παίρνει ο άνεμος. Ή, καλύτερα, τα σχόλιά του για οποιαδήποτε πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα δεν ήσαν απ’ εκείνα που τα παίρνει ο άνεμος.
Όταν στο Άγιον Όρος κάποιος τον είδε για πρώτη φορά, με έκπληξη είπε: ‘’Α, εσείς είστε ο κύριος Τσαρούχης;’’. Εκείνος συμπλήρωσε: ‘’Εγώ είμαι αυτός που νοιώθω σαν κατσαρίδα πεταμένη ανάποδα σε μια μπανιέρα. Και το θέμα είναι να μπορέσω να σταθώ στα πόδια μου’’.
Άλλοτε σε συζήτηση για τη φύση της Ορθοδοξίας, είπε: ‘’Η Ορθοδοξία είναι σαν ένας λεκές που δεν τον βγάζει κανένα απορρυπαντικό’’.
Χρησιμοποιούσε τολμηρές εκφράσεις, για να πει εκείνο που ήθελε, επειδή ήταν ζωγράφος, και είχε ξεκάθαρα τα πράγματα μέσα του.
Γνώρισα γυναίκες που αυτοκτόνησαν όταν είδαν ρυτίδες στο πρόσωπό τους. Συνάντησα “πνευματικούς” ανθρώπους που ήταν καταπρικαμένοι, γιατί δεν διορίστηκαν σε περίοπτη θέση. Και συνάντησα γέρους απλούς, φτωχούς καλόγερους, που, όσο πέρναγε ο καιρός, από μέσα τους έλαμπε, ως φως ανέσπερο η πνευματική αγαλλίαση που τους πλημμύριζε. Στον Τσαρούχη συνέβη το ίδιο· όσο γερνούσε, ηύξανε η έσωθεν σοφία και το φως. Σοβαρός και αγέλαστος, αλλά ταυτόχρονα σίγουρος και ευτυχισμένος, έκρυβε μέσα του θεία παράκληση, που του ρύθμιζε τη ζωή.
Όταν κάποτε στο Άγιον Όρος κατέβαινε κούτσα κούτσα για την εκκλησία, όπου παρακολουθούσε όλες τις ακολουθίες, και είδε φοιτητές να πηγαίνουν προς το αρχονταρίκι, τους είπε: ‘’Πηγαίνετε να ξεκουραστείτε. Είστε νέοι, και έχετε ανάγκη από ύπνο. Εγώ δεν έχω ανάγκη από ξεκούραση, γιατί είμαι σαν μια μούμια’’.
Δεν τον ενοχλούσαν τα γεράματα· γι’ αυτό μπορούσε να αυτοχαρακτηρίζεται ως μούμια. Δεν απαιτούσε αναγνωρίσεις και καλή συμπεριφορά, γιατί είχε τη σπίθα της αιωνίου ζωής, που τον ανεδείκνυε όντως καλλιτέχνη και άνθρωπο. Ενώ σε έργα νεότητός του βρίσκεις κάτι από τη δυστυχία που αναφέρει, τα έργα και οι λόγοι των γηρατειών του φανερώνουν την πένθιμη και μελαγχολική ευτυχία – πλήρωμα χαράς, – η οποία βάρυνε την ψυχή του και τον κατέστησε πτωχό, – “εγώ ειμί πτωχός και πένης” – πολλούς δε πλουτίζοντα.
Κάποιος, σχολιάζοντας αρνητικά το βιβλίο Ως στρουθίον μονάζον επί δώματος, έλεγε: ‘’Μα, αυτός δεν λείπει από καμιά κοσμική συγκέντρωση, πώς είναι στρουθίον μονάζον;’’.
Δεν είχε καταλάβει ότι ο Τσαρούχης ήταν με όλους, χωρίς να φεύγει από την ησυχία της μοναξιάς του. Ήταν με όλους και, ταυτόχρονα, βρισκόταν αλλού, γιατί πάντοτε έβλεπε πιο μακριά από τα παρερχόμενα, που βλέπουν οι πολλοί. Μέσα από τη σύγχυση και την οχλαγωγία μπορούσε να παίρνει στοιχεία ησυχίας και βεβαιότητος.
Κάποτε, καθώς έβγαινε από το Άγιον Όρος με το καράβι της συγκοινωνίας, τον είχαν περικυκλώσει πολλοί φοιτητές και τον είχαν κυριολεκτικά “πνίξει” με ερωτήσεις, συζητήσεις και φασαρία. Κατεβαίνοντας τις σκάλες του καραβιού του είπα: ‘’Συγγνώμη, σας κουράσαμε με ατέλειωτη φασαρία’’ (πολλοί από τους συζητητές της παρέας ήσαν προσκυνητές της Μονής μας). Εκείνος είπε: ‘’Όχι. Ήταν όλα καλά, γιατί πάντοτε κρατώ τη ζωγραφική απόσταση’’.
Η ζωγραφική απόσταση δια της ωριμότητος τον προστάτευε από τις επιπολαιότητες. Και ο πόνος που πέρασε, τον έκανε ικανό να τρέφεται από πράγματα που συγχύζουν και εκνευρίζουν τον ανώριμο. Γι’ αυτό, όταν κάποιος τελευταία μου έλεγε: ‘’Χάσαμε τον Τσαρούχη. Μέχρι τώρα ξέραμε ότι βρίσκεται στο Μαρούσι, και αυτό ήταν μια παρηγοριά’’, κατάλαβα τι εννοούσε. Συμφωνούσα και δε συμφωνούσα ταυτόχρονα. Γιατί ο Τσαρούχης πέτυχε κάτι που δεν χάνεται με τον θάνατο, αλλά καθαίρεται δι’ αυτού.
Ήταν γέρος με πνεύμα άγρυπνο. Ήταν ήσυχος, και τάραζε τα νερά της νωχέλειας. Η ησυχία του τρεφόταν από τη συναναστροφή. Και η μοναξιά του ήταν αφορμή αναπαύσεως για όλους.
Στις συνηθισμένες ερωτήσεις απαντούσε απρόσμενα, χωρίς προσπάθεια, γιατί είχε ξεπεράσει την αντίθεση του παραδοσιακού και του μοντέρνου με το να έχει καταποντισθεί στο αληθινό.
Ήταν μεγάλος, γι’ αυτό ανέπαυε τους μικρούς. Ήταν όντως πετυχημένος, γι’ αυτό τόνιζε τις αποτυχίες και τα βάσανα της ζωής του.
Δεν γελούσε, και σου μετέδιδε χαρά. Ήταν χούφταλο τρεμάμενο, και σου έδειχνε το ατρεμούλιαστο φως της ευτυχίας, που αναδύεται από τα γεράματα και τον πόνο.
Πολλοί ήθελαν να βρίσκονται μαζί του, γιατί δεν πλήγωνε κανένα, μόνο φώτιζε. Στα τελευταία του έβαζε κάθε πρωί να του διαβάζουν τη νεκρώσιμη ακολουθία, για να έχει χαρούμενη μέρα.
Έφυγε γαλήνιος, αφήνοντας για πάντα παρηγοριά στους πολλούς. (Συλλογικός τόμος για τον Γιάννη Τσαρούχη, Ωσεί μύρα, μέριμνα Αλεξίου Σαββάκη, Αθήνα 1998, σ. 21-24).
β. Ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ.
Ο Μ. Χατζιδάκις έγραψε με ευθυκρισία και βαθιά γνώση για τον Γ. Τσαρούχη: ‘’Ο Τσαρούχης είναι χριστιανός, όχι γιατί πηγαίνει στην εκκλησιά, αλλά γιατί ξέρει να στέκεται μέσα σ’ αυτήν, με την άνεση ενός παπά και με την αγιότητα ενός μικρού παιδιού’’.
γ. ΣΤΙΧΗΡΟ ΙΔΙΟΜΕΛΟ ‘’ΔΥΟ ΚΑΙ ΠΟΝΗΡΑ ΕΠΟΙΗΣΕΝ’’. Ήχος γ’.
Δύο και πονηρά εποίησεν ο πρωτότοκος υιός μου Ισραήλ. Εμέ εγκατέλειπε πηγήν ύδατος ζωής, και ώρυξεν εαυτώ, φρέαρ συντετριμμένον. Εμέ επί ξύλου εσταύρωσε, τον δε Βαραββάν ητήσατο και απέλυσε. Εξέστη ο ουρανός επί τούτω και ο ήλιος τας ακτίνας απέκρυψε. Συ δε Ισραήλ ουκ ενετράπης αλλά θανάτω με παρέδωκας.
Άφες αυτοίς Πάτερ Άγιε, ου γαρ οίδασι τι εποίησαν. (Ερμηνεία π. Διονύσιος Φιρφιρής). ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ. π. Κ.Ι.Κ.
Στο Στιχηρό αυτό Ιδιόμελο η απαράμιλλη εκφραστική δύναμη του πατρός Διονυσίου βρίσκεται σε μια κορυφαία της στιγμή. Η μακρά λειτουργική χρήση του μέλους (το έψαλλε για πολλά χρόνια στην Ι. Μονή Ξηροποτάμου) έχει δώσει στην ερμηνεία ιεροπρέπεια και γνησιότητα μοναδική, ενώ αποτυπώνονται εξαίρετα σ’ αυτήν τα πνευματικά αισθήματα της ικεσίας, του δέους και, κυρίως, της ευφρόσυνης χαράς για την άφατη συγχώρηση. Η εκφραστικότητα της ερμηνείας συμβαδίζει απόλυτα με τις έννοιες του κειμένου και τη μελική τους διατύπωση. Η αρχική είσοδος (με το στίχο) και πρόοδος του μέλους κορυφώνεται έντονα, μέσα σε μια σπάνια ψυχική μέθεξη, στις δυναμικές μουσικές φράσεις. Η ερμηνεία του αναζωπυρώνει τα πρώτα ακούσματα που είχα από τον ψάλτη (και πρώτο μου δάσκαλο) Γεώργιο Χωλόπουλο στην Κοίμηση της Θεοτόκου Βελβεντού, με παραπομπή στη γλυκύτητα του ύφους του Χρύσανθου Θεοδοσόπουλου. Το Ιδιόμελο, όπως ψάλλεται, δείχνει ανάγλυφα πόσο ανυπολόγιστης σημασίας γεγονός είναι η ηχογράφηση αυτή, που μας άφησε ο μακαριστός Γέροντας.
π. Κωνσταντίνος Ι. Κώστας,
παπαδάσκαλος