Του Β. Π. Καραγιάννη:
Σ’ αυτήν τη λαϊκή λαογραφική εμπορικογυφτοπανήγυρη (νιάημερο το λένε) σταμάτησα μικρός να πηγαίνω, όταν έπαυσε η παράλληλη μ΄ αυτόν ζωοπανήγυρις. Μεγάλος ξαναπήγα με την κάποτε μικρή μου κόρη και τώρα με τον εγγονό. Κυρίαρχη μνήμη και προϊόν του έκπαλαι ο χαλβάς από νεζεστέ (=η εμπορική ονομασία του άμυλου καλαμποκιού και είναι το ίδιο με το άνθος αραβοσίτου). Θυμάμαι εκείνο το μπασμένο ανθρωπάκι που το λέγαν Ζαχαρία με φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια και ξίφος στη μέση που έλεγε διάφορα ξεμέτοχα μη και τραγωδούσε κιόλας και το κοινό χαζογελούσε. Δεν πήγα ποτέ στο γύρο του θανάτου, τον γνώρισα χρόνια μετά από τον Θωμά Κοροβίνη.
Τω καιρώ εκείνω, μέρα σαν κι αυτή, στο χωριού μαθητής γυμνασίου γύριζα μόνος μου κάμνοντας αντίσταση στον νιαημεροπαρασυρμό· κάτι ηλικιωμένοι στον πλάτανο γερνούσαν επιτυχώς. Όλοι ήταν στην πόλη. Στο καφενείο που διάβαζαν τη «Μακεδονία» μια τριάδα δεινών παιγνιοχαρτοπαιχτών δεν τους χωρούσε ο μικρός τόπος και τρόπος, αφού δε μπορούσαν να παίξουν ελλείψει τέταρτου. Ολοι τους παλιοί αριστεροί συμπλήρωναν 2 δεκάδες χρόνια φυλακή κι εξορία (Στάθης, Λυνγκογιάννης, Τζιότας)
Μου την έπεσαν:
– Ξέρεις να παίζεις;
– Ξέρω…
Δεν έπαιξα ποτέ αλλά ήξερα όλα τα παιχνίδια άριστος βλεψίας (αργότερα «Ηδονο (α)βλεψίας»). Επαιξα εκείνη τη μέρα αντί βιβλία χαρτιά για πρώτη και μόνη φορά και μάλιστα με τους επιφανέστερους της χαρτοπαικτικής …διαλεκτικής. Διεξήλθα ανδρείος το διακόνημα το οποίον εκλήθην να φέρω σε πέρας. Οι …συμπαίκτες με κοιτούσαν διαπορούντες.
– Οϊ οϊ τι είναι ετούτο το σκέδιο που μας προέκυψε!
Δεν ξανάπαιξα ποτέ χαρτιά μετά από την πρώτη αγωνιστική μου διεξαγωγή και κορύφωση…