Βασίλης Βασιλικός: «Ο Χρόνος είναι ο Κρόνος που τρώει τα παιδιά του»
Συνέντευξη στην Δήμητρα Καραγιάννη (από το νέο τεύχος του περιοδικού Παρέμβαση)
Τον γνώρισα στο Β΄ Συμπόσιο Λογοτεχνίας, του οποίου ήταν τιμώμενο πρόσωπο. Τον συνάντησα ξανά σε μία γκαλερί στο Κολωνάκι, για τη μαγνητοσκόπηση της εκπομπής του στην ΕΡΤ. Λιτός, συμπαθής, ζεστός και αριστοκρατικός, φέρνει μαζί του μια ολόκληρη εποχή, και την συμπυκνωμένη γνώση ενός κοφτερού μυαλού που άφησε κι αφήνει τόσο σπουδαία κληρονομιά στον πνευματικό μας χωροχρόνο. Ο Βασίλης Βασιλικός, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες, ανοίγει το μυαλό και την καρδιά του σε μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στην «Π»…
– Πότε «αποφασίσατε» μέσα σας ότι θα γίνετε συγγραφέας; Και πότε έγινε η αρχή;
Δεν αποφάσισα. Πρώτα «έγινα» και μετά «αποφάσισα να συνεχίσω». Και έγινε με το πρώτο βιβλίο που έγραψα στα δεκατεσσεράμισί μου χρόνια. Τα «Θύματα Ειρήνης», που όταν εξεδόθη για πρώτη φορά, σε μια άθλια έκδοση, το τιτλοφόρησα «Τα Σιλό». Κι αυτό ξαναβγήκε το 2016, και χάριν αυτού πήρα για πρώτη φορά βραβείο μυθιστορήματος από το Υπουργείο Πολιτισμού. Σκεφτείτε να έχεις γράψει 120 βιβλία και να μη βραβευθείς ποτέ, και να πάρεις βραβείο για εκείνο που έγραψες 15 χρονών. Είναι τα παράλογα του επαγγέλματος. Αλλά κι εγώ το θεωρώ ως το καλύτερό μου.
– Το έργο σας είναι άμεσο και ευθύ. Εντούτοις, χαρακτηρίζεται παράλληλα από έναν ιδιότυπο ρομαντισμό. Πώς λειτουργεί στη σκέψη και τη γραφή σας ο ρομαντισμός;
Ρομαντισμός, δυστυχώς, δεν είναι μια λέξη που υπάρχει στον 21ο αιώνα. Ωστόσο, έχετε δίκιο να το αποκαλείτε έτσι στα βιβλία μου… Περισσότερο, νομίζω, θα του ταίριαζε, με τα σημερινά δεδομένα της επιστήμης, η λέξη «λυρισμός». Ή ποιητική γραφή . Όπως θέλετε πείτε το. Σαν τα βιβλία του πατέρα σας, που τα θεωρώ «λυρικά» βιβλία. Η λέξη, όμως, «ρομαντισμός» προέρχεται από την ίδια τη λέξη του μυθιστορήματος: roman. Άρα, είμαστε μέσα. Στον μύθο. Εμείς, ως ο αρχαιότερος λογοτεχνικός λαός, προσθέσαμε στον μύθο και την Ιστορία. Κι έτσι, το λέμε μυθιστόρημα, αντί «ρομάν» (Πολάνσκι, για να είμαι πάλι πιστός στον Ιδρυτή της «Παρέμβασης».)
– Πόσο καθοριστικός ήταν στη γραφή σας ο ρόλος της γυναίκας;
Όσο καθοριστικός υπήρξε για να έρθω κι εγώ «δι’ αυτής» στον κόσμο. Η γυναίκα είναι το παν στην ανδροκρατούμενη λογοτεχνία μέχρι προσφάτως. Τα τελευταία όμως χρόνια, που η μυθοπλασία περιέπεσε κυρίως στα χέρια των γυναικών (που είναι αξιολογότατες), προτιμώ από αρσενικούς μυθιστοριογράφους να έχουν ήρωες άντρες.
– «Το τελευταίο αντίο» είναι αυτοπροσωπογραφικό. Πόσο δύσκολο είναι για έναν συγγραφέα να επιλέξει να «εκτεθεί» με αυτόν τον τρόπο; Αλλά και πόσο λυτρωτικό συνάμα;
Όλα τα βιβλία, γενικώς και αορίστως, είναι αυτοβιογραφικά. Με τον άλφα, τον βήτα (Βασιλόπουλος, και του πουλιού το γάλα) –συγγνώμη, γράφω σήμερα υπό την επήρεια του τελευταίου βιβλίου του πατέρα σας «Ενωμένα μυστικά», που πολύ μου άρεσε– ή με το «γ» τρόπο αφηγούνται μια ιστορία που ή την εφηύραν ή την έζησαν. Αλλά εδώ είναι το μεγάλο μυστικό και το περίεργο της τέχνης. Δεν μπορείς να το εφεύρεις, αν κατά κάποιο τρόπο δεν το έχεις ζήσει. Όσο για «Το τελευταίο αντίο», αυτό αποτελεί μέρος μιας επταλογίας που γράφτηκε και κυκλοφόρησε από το 1978-1980. Το έβδομο βιβλίο έχει τον τίτλο «Ο Ασβός», και ως υπότιτλο «Ή οι περιπέτειες μιας δύσκολης ανάρρωσης». Αυτό το τελευταίο τα λέει όλα: λεν τους συγγραφείς «θεράποντες της τέχνης του λόγου». Ακριβώς το αντίθετο: είναι θεραπευόμενοι δι’ αυτής.
– Ποια στοιχεία της Ελλάδας του σήμερα θα θέλατε να κρατήσετε και ποια θα θέλατε να αποδιώξετε δια παντός; Πώς βλέπετε το μέλλον αυτής της χώρας;
Μη με ρωτάτε για την Ελλάδα του σήμερα. Μην ξεχνάτε ότι ήμουν και επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας, με τον Σύριζα- Προοδευτική συμμαχία. Θα τα πω όταν, με το καλό, σας επισκεφτώ. Όσο για το μέλλον, θα σας πω ένα στίχο του Παπαδίτσα: «Οι μεγάλες τόλμες είναι για τους τολμηρούς».
– Μιλήστε μας για τα χρόνια της Χούντας, για όλη την χειμαρρώδη δημιουργία εκείνης της περιόδου, η οποία έχει σφραγίσει το έργο σας.
Η επταετία της χούντας, απ’ την οποία γλίτωσα (αναβάλλοντας συμπτωματικά κατά μία ημέρα το ταξίδι της επιστροφής από τη Στοκχόλμη, όπου βρέθηκα για την εκεί παρουσίαση της τριλογίας μου «Το Φύλλο-το Πηγάδι- Τ’ αγγέλιασμα» στα σουηδικά, υπήρξε για μένα, όπως πολύ εύστοχα το διατυπώνετε, συγγραφικά «χειμαρρώδης». Έδρα γραφής δεν ήταν ούτε το Παρίσι, ούτε η Ρώμη όπου έζησα ως αυτοεξόριστος. Αλλά το Δυτικό τότε Βερολίνο, όπου πηγαινοερχόμουν συχνά ως υπότροφος της D.A,A.D. (τα αρχικά ακόμα δεν ξέρω τι σημαίνουν). Αλλά ως μη γνώστης της γερμανικής –ενώ ιταλικά και γαλλικά δυστυχώς γνωρίζω- ζούσα σαν να βρισκόμουν σε no man’s land. Ένα ήταν αυτό. Το άλλο, το κλίμα αυτής της πολιορκημένης πόλης μού την έδινε, ξυπνούσε ευεργετικά τους νευρώνες του εγκεφάλου μου. Μόλις έβγαινα από το τραίνο αυτομάτως σχεδόν έμπαινε στο τραίνο της γραφής. Αποκτούσα νέες δυνάμεις που βάζαν τα γρανάζια του μυαλού μου. Εκεί έγραψα σε διάστημα δυο ετών (κατά δόσεις) 11 πεζά (διηγήματα, νουβέλες, μυθιστόρημα και 7 ποιητικές συλλογές. Όχι όμως μόνο τα έγραψα, αλλά τα εξέδωσα στα ελληνικά ιδίοις εξόδοις. Κυκλοφορούσαν μέσω Π.Α.Μ., Π. Α.Κ και άλλες αντιστασιακές ομάδες με κοινό τους γκαστερμπάϊτερ. Μερικά από αυτά, λόγω επικαιρότητας, μεταφράστηκαν και σε άλλες γλώσσες.
- Η αριστερά ποια μορφή έχει πάρει στην αντίληψη και την ψυχή σας στο πέρασμα του χρόνου;
Η αριστερά, ως αριστερά-περιστερά που την ξέραμε, μεταλλάχτηκε κι αυτή σαν τα περιστέρια της πλατείας Συντάγματος. Που πάψαν να πετούν και μόνο περπατούνε. Δεν έχει να κάνει με την πολιτική που ακολουθεί, αλλά με το είδος της Αριστεράς που ήξερα. Και έτσι «μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου». Ταυτόχρονα, όμως, κι ένα άλλο του Βιζυηνού με τρομάζει. «Εψές είδα στον ύπνο μου / ένα βαθύ ποτάμ/ Θεός να μη το κάμει/ να γίνει αληθινό». Κι αυτό αφορά την Εναλλακτική στη Γερμανία, τη Λεπέν στη Γαλλία, τον Σαλβίνι στην Ιταλία και τη δική μας «Χρυσή Αυγή».
– Παλιά ήταν κυρίως οι λέξεις. Τώρα είναι κυρίως η εικόνα. Η δύναμή της αυτή, πώς ισοσταθμίζεται με τη δύναμη του λόγου; Είμαστε στην εποχή της απομάκρυνσης από το βιβλίο;
Παλιά, λέτε, ήταν οι λέξεις. Που συνεχίζουν όμως να είναι. Μια λέξη ίσον 1000 φωτογραφίες. Π.Χ. το ρήμα «μπατιρίσαμε». Δεν καλύπτει όλες τις φωτογραφίες που είδαμε με αφορμή την Κρίση; Η υπερκάλυψη, δηλαδή, μέσω της εικόνας έφερε και τη σχετικοποίησή της. Τώρα, με τα σέλφι, παραμορφώνονται όλα τα πρόσωπα. Και με το διαδίκτυο είναι πια οι «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» του Σολωμού οι «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους» του Θεοτόκη(;) Όμως η δική μου συγγραφική γενιά είχε μπροστά της, για πρώτη φορά, δύο επιλογές: να διηγηθεί μια ιστορία μέσω της εικόνας (ταινίας δηλαδή) ή να την γράψει. Στο εξωτερικό είχαν κινηματογραφικές σχολές. Στην Θεσσαλονίκη, όμως, του 1950, δεν υπήρχε. Η Μαργκερίτ Ντυράς, ο Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ, ο Σούζαν Σόνταχ, ο Χόρχε Σεμπρούν και άλλοι πολλοί, συγγραφείς όντας, γυρίσαν ταινίες. Η εικόνα, ναι, είναι καταλυτική. Αλλά δεν μπορεί να υπερκεράσει το κείμενο. Η γλώσσα και η γραφή της, παραμένει ο πατριάρχης. Ή, αν προτιμάτε, το «Άξιον εστί» του Ελύτη λέει πιο πολλά από την ομώνυμα εικόνα της Τήνου.
- Στην εποχή μας υπάρχει ποσότητα λογοτεχνικής παραγωγής. Η ποιότητά της, όμως, σας ικανοποιεί;
Ακριβώς λόγω της ποσότητας, όπως σωστά το λέτε, χάνεται εν πολλοίς η ποιότητα. Από τα βιβλία «τούβλα» ένα πέντε τοις εκατό είναι ποιοτικά. Τα υπόλοιπα, σαν τούβλα, ανήκουν στην οικοδομή. Η ποιότητα είναι οικοτεχνία, οικολογία, εμπεριέχει την οικονομία του λόγου. Ο φαφλατατισμός (νέα ορολογία που ελπίζω να την εγκρίνει ο πατέρας σας και να την συμπεριλάβει σε ένα προσεχές γραπτό του) είναι η παρωδία του παφλάζω. Ένα κείμενο που παφλάζει, μπορεί να είναι διεγερτικό.
– Ποιος χαρακτήρας των βιβλίων σας σας εκφράζει περισσότερο; Ποιος θα θέλατε να είστε;
Η πιο εύκολη απάντηση στις δύσκολες ερωτήσεις σας: ο «Γλαύκος Θρασάκης», αν ήδη δεν είμαι.
- Ποια η σχέση σας με το χρόνο; Τον θεωρείτε γιατρό ή φθοροποιό δύναμη;
Ο Χρόνος είναι ο Κρόνος που τρώει τα παιδιά του.