Στην Ελλάδα μέχρι και τη δεκαετία του ’80 η ακίνητη δημοτική περιουσία αποτελούσε ένα αγαθό, το οποίο δεν εξεταζόταν ως προς την αξία του, αλλά απλώς αποτελούσε ένα περιουσιακό στοιχείο των Δήμων, που θα μπορούσε κάποια στιγμή να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των πολιτών. Η ανάγκη για αξιοποίηση της ακίνητης δημοτικής περιουσίας δημιουργήθηκε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης κατά τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία έχουν καταγραφεί νέες προσεγγίσεις που δίνουν έμφαση στη σημαντικότητα της αποδοτικής εκμετάλλευσής της. Έγινε δηλαδή αντιληπτό ότι με τον τρόπο αυτό οι Δήμοι θα αποκτήσουν δικά τους έσοδα ώστε να είναι οικονομικά βιώσιμοι. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η δημόσια διοίκηση τείνει πλέον να «αντιγράφει» τις καλές πρακτικές που υιοθετούνται από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις σε επίπεδο νομοθετικό και κανονιστικό, ενέταξαν τις έννοιες βιωσιμότητα, ανταγωνιστικότητα και αποτελεσματικότητα στους στόχους της διοίκησης των Δήμων.
Με το δεδομένο ότι τα ακίνητα των Δήμων χωρίζονται σε ακίνητα για την κάλυψη δημοτικών αναγκών (δημοτικές υπηρεσίες, σχολεία, πολιτιστικά κέντρα) σε ακίνητα για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών (αθλητικοί χώροι, παιδικές χαρές) και στην πλεονασματική ιδιοκτησία (ακίνητα που μπορούν να μισθωθούν, να γίνουν σ’ αυτά εμπορικές επενδύσεις) η τελευταία κατηγορία ακινήτων είναι αυτή που θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή εσόδων από την εκμετάλλευσή της. Είναι γεγονός ότι η μη είσπραξη εσόδων των Δήμων κυρίως από μισθώσεις ακινήτων δεν είναι μόνον υποχρεωτική, αλλά αποτελεί και παράβαση καθήκοντος για το πολιτικό και υπηρεσιακό προσωπικό ενός Δήμου.
Για την παραγωγική διαχείριση ενός πλεονασματικού δημοτικού ακινήτου καταρχήν πρέπει να υπάρχει ορθή καταγραφή του, η οποία έχει συντελεστεί κατά ένα μεγάλο βαθμό με την υποβολή του στο κτηματολόγιο. Επίσης με την υποχρέωση που επιβλήθηκε στους Δήμους να καταχωρήσουν ηλεκτρονικά τα ακίνητα ιδιοκτησίας τους, που γίνεται όλο και πιο επιτακτική με τη λογική ότι τα ακίνητα που είναι τακτοποιημένα μπορούν άμεσα να αξιοποιηθούν. Να σημειωθεί ότι η καταγραφή της ακίνητης περιουσίας των Δήμων εμφανίζει δυσκολίες, γιατί για ορισμένα ακίνητα η Διοίκηση πρέπει να ξεπεράσει προβλήματα, τα οποία σχετίζονται με την έλλειψη πλήρους φακέλου στοιχείων ιδιοκτησίας, περιορισμούς χρήσης από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, καταπατήσεις και εν γένει περιορισμούς στη χρήση τους.
Αυτό που πρέπει να ακολουθήσει την ορθή καταγραφή του ακινήτου είναι ένα σχέδιο διαχείρισής του, το οποίο αποτελεί το πιο σημαντικό εργαλείο για την εκμετάλλευση του, δεδομένου ότι συμβάλλει τόσο σε οργανωτικό όσο σε διαδικαστικό επίπεδο. Κάθε πλεονασματικό ακίνητο πρέπει να αποτελέσει ένα ξεχωριστό φάκελο – υπόθεση εργασίας εξατομικευμένο με στοιχεία όπως το ιδιοκτησιακό καθεστώς, ο συντελεστής οικοπέδου, η γεωγραφική θέση, η τιμή ζώνης περιοχής, η ιστορική και η πραγματική του αξία. Στη συνέχεια να ερευνηθούν οι δυνατότητες αξιοποίησής του και να αναζητηθούν χρηματοδοτικά εργαλεία για να καταστεί κερδοφόρο. Κάθε Δήμος λοιπόν, ακόμα κι αν αξιοποιεί με κάποιο τρόπο την ακίνητη περιουσία του, θα πρέπει να διαθέτει παράλληλα ένα αποτελεσματικό επιχειρησιακό πρόγραμμα που να μπορεί να παρουσιάσει τα παραγόμενα αποτελέσματα κι όλες τις χρήσιμες πτυχές που θα δημιουργήσουν ωφέλεια στην τοπική κοινωνία.
Γίνεται δεκτό ότι οι νομοθετικές μεταρρυθμίσεις σε συνδυασμό με την εμπλοκή από τις γραφειοκρατικές διαδικασίες έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση που όχι μόνο δεν ενισχύει την ύπαρξη στρατηγικών στόχων – όσον αφορά στην αξιοποίηση της δημοτικής περιουσίας – αλλά ακόμη κι όταν αυτοί υπάρχουν δεν ικανοποιούνται. Ως εκ τούτου, για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί μια ορθή διαχείριση ακίνητης δημοτικής περιουσίας θα πρέπει να υπάρξει συνδυασμός πόρων, ικανοτήτων και απλούστευσης διαδικασιών που θα συντελέσουν στην αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης διαδικασίας.
Της Μένης Κοσματοπούλου (Δικηγόρου – Νομικού Συμβούλου ΟΤΑ)