Η τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί μια διαρκώς μεταλλασομενη και εξελισσόμενη πραγματικότητα, η οποία συναρταται από την ίδια την επιστήμη και τις παγκοσμιες πολιτικες και οικονομικές εξελίξεις. Το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στον ακαδημαϊκό χάρτη με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης, με διαβουλευσεις που ξεκινήσανε εδώ και ένα χρόνο μεταξύ του Υπουργείου Παιδείας, πρυτανικων αρχών, της κοινωνίας, ακαδημαϊκης κοινότητας, των βουλευτών, της Περιφέρειας, των δήμων, των επιστημονικων φορέων ανέδειξε την ανάγκη εκσυγχρονισμου και εξορθολογισμου των ΑΕΙ. Ο ενιαίος χώρος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και έρευνας αποτελεί την νέα αρχιτεκτονική για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, την εξασφάλιση της ακαδημαϊκό τητας αλλα και την συγκρότηση ερευνητικών δομών.
Η εξέλιξη αυτή “προβλέπει” νέες δυνατότητες σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο. Παραπέρα θα φέρει μια βαθειά τομή στον χώρο της έρευνας, της τεχνολογίας στην Ελλάδα και θα καλύψει ένα μεγάλο κενό, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των αλλαγών που φέρνει η 4η βιομηχανική επανάσταση. Ουσιαστικά, για πρώτη φορά επενδύει σοβαρά η χώρα μας, στον επιστημονικό ανθρώπινο πλούτο της όπως επανηλλημενα έχει τονίσει ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσιπρας. Βασικός στόχος η αξιοποίηση της επιστημονικής ικανότητας – ιδιαίτερα των νέων στην Ελλάδα και το εξωτερικό – στο πλαίσιο μιας έξυπνης στρατηγικής ανάπτυξης.
Η ίδρυση ερευνητικού κέντρου ως ακαδημαϊκή μονάδα του ιδρύματος με ερευνητικά ινστιτούτα, ισορροπημενα σε όλες τις περιοχές της περιφέρειας είναι μια σοβαρή καινοτομία. Βασικά ενισχύει τον ρολο του πανεπιστημίου, στην στρατηγική συνεργειας, συντονισμού και αξιοποίησης του ερευνητικού έργου. Παραπέρα αξίζει να σημειώσουμε το ινστιτούτο ενεργειακής ανάπτυξης και Μετάβασης στην μετά λιγνίτη εποχή που είναι η μεγαλύτερη πρόκληση της περιοχής και της χώρας μας.
Αποτελεί μια εξαιρετικά ποιοτική υποδομή η οποία θα συμβάλλει με ουσιαστικό τρόπο στο νέο τοπίο ανάπτυξης. Κομβικό ρόλο έχουν αναμφίβολα οι τοπικοί φορείς και η ενεργητική συμμετοχή της ΔΕΗ, η οποία έχει πλέον όλα τα περιθώρια να αναπροσαρμοσει σε βάθος τη στρατηγική της στο πλαίσιο του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού και να συμβάλλει στην επανεκκίνηση της παραγωγικής ανασυγκροτησης. Η Δ. Μακεδονία μπορεί και πρέπει να είναι, να παραμείνει, το μεγαλύτερο ενεργειακό κέντρο της χώρας.