Το άνοιγμα της αγοράς λιγνίτη, το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη μετά από έντονη πίεση από την ΕΕ, διαιωνίζει την εξάρτηση της Ελλάδας από το κάρβουνο και υπονομεύει τις πολιτικές της ΕΕ για απεξάρτηση από τον άνθρακα, αναφέρουν σε κοινή επιστολή τους προς τους Ευρωπαίους Επιτρόπους το WWF Ελλάς και το Ελληνικό Γραφείο της Greenpeace.
Στην κοινή τους επιστολή, οι δύο περιβαλλοντικές οργανώσεις τονίζουν πως με το πρόσχημα της νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό και την υποχρεωτική πώληση μονάδων και ορυχείων της ΔΕΗ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ωθεί την Ελλάδα σε άνοιγμα και τόνωση της αγοράς ενός καυσίμου που πρέπει να αφεθεί στη μη-ανταγωνιστική μοίρα του και να εκλείψει.
Αντί για προώθηση βιώσιμων και οικονομικότερων λύσεων, οι οποίες θα βοηθήσουν τη χώρα να απεξαρτηθεί από τον εξαιρετικά ρυπογόνο λιγνίτη, σήμερα δημιουργούνται τεχνητά συνθήκες προσέλκυσης νέων επενδύσεων. Αυτές αφορούν είτε έγκριση νέας λιγνιτικής μονάδας, είτε ευνοϊκές αδειοδοτικές συνθήκες για υφιστάμενες μονάδες.
«Ο καταλυτικός ρόλος της Κομισιόν στο μεγάλο λιγνιτικό παζάρι κατ’ ουσίαν αναζωογονεί με τεχνητές αναπνοές μια αγορά που έχει πάρει την κατιούσα και πρέπει απαραιτήτως να αντικατασταθεί από μια νέα, καθαρή και κλιματικά ανώδυνη ενεργειακή πραγματικότητα», ανέφερε ο Δημήτρης Καραβέλλας, Γενικός Διευθυντής του WWF Ελλάς.
«Την ώρα που η Ευρώπη κάνει την ύστατη προσπάθεια να εναρμονίσει την ενεργειακή της πολιτική με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού, η εμμονή της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού σε μία παρωχημένη απόφαση προ δεκαετίας υπονομεύει ανεπανόρθωτα την κλιματική πολιτική της Ελλάδας», ανέφερε ο Νίκος Χαραλαμπίδης, Γενικός Διευθυντής στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace.
Στην επιστολή προς τους επιτρόπους Pierre Moscovici (Οικονομία), Margrethe Vestager (Ανταγωνισμός), Karmenu Vella (Περιβάλλον), Miguel Arias Cañete (Ενέργεια) και τον Αντιπρόεδρο Maroš Šefčovič (Ενεργειακή ένωση), το WWF Ελλάς και η Greenpeace ζητούν:
την κατεπείγουσα εκτίμηση των κλιματικών επιπτώσεων από την πώληση του 40% των λιγνιτικών στοιχείων της ΔΕΗ,
την προσεκτική αναθεώρηση της συμφωνίας για την πώληση, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη για μηδενικές εκπομπές άνθρακα ως το 2040 και την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού.