Της Ελένης Δεληβοριά:
Άφησα κάποια ψιχουλάκια της ψυχής μου να ανεμοσκορπιστούν και πάλι· σαν αυτά που έψαχναν ακούραστα τα αμέτρητα περιστέρια στην πλατεία του Αγίου Μάρκου μέχρι να δύσει ο ήλιος. (Ακόμη αναρωτιέμαι πού να κρύβονται όλα αυτά τα περιστέρια μόλις σκοτεινιάζει!)
Κάθε που νιώθω πως κάτι με μαγεύει αφήνω και μερικά «ψυχουλάκια» πίσω μου. Κάτι σαν ένα αόρατο φιλοδώρημα που δίνεται αβίαστα, χωρίς ίχνος υπεροψίας και επιτήδευσης, χωρίς να το ελέγχω. Αυτή τη φορά άφησα τα «ψυχουλάκια» μου (στο εξής με ύψιλον αφού είναι της ψυχής) να σκορπιστούν, καθώς βρισκόμουν μέσα σε μια γόνδολα κι έπλεα στα νερά μιας επιπλέουσας πόλης. Συνταξιδεύαμε με κάποιον τρόπο. Κάποια άλλα ψυχουλάκια σκορπίστηκαν μέσα στο λαβύρινθο που σχηματίζουν τα ατελείωτα, στοιχειωμένα στενά αυτής της μελαγχολικά γαλήνιας πόλης, όπου νομίζεις πως ανά πάσα στιγμή μπορεί να πεταχτούν μπροστά σου μασκοφόροι Βενετσιάνοι καρναβαλιστές και να σου κόψουν την ανάσα. Έτσι κι αλλιώς, την ανάσα σου κλέβουν τα χρώματα που εναλλάσσονται διαρκώς και στροβιλίζουν μπροστά σου σαν ένας τροχός της τύχης. Άλλοτε ο τροχός σταματά στο απόκοσμα μαγικό γκριζογάλανο χρώμα της λιμνοθάλασσας κι άλλοτε σε αποχρώσεις της κανέλας και του σμαραγδιού που σε θαμπώνουν και δεν ξέρεις αν όσα είδες είναι αλήθεια ή τα φαντάστηκες μέσα σ’ αυτό το αναγεννησιακό παραμύθι που βρέθηκες. Νιώθεις πως μπήκες σε μια πελώρια γυάλα φτιαγμένη από πολύχρωμο μουράνο και όλα γύρω σου έχουν μια παράξενη, όμως γοητευτική θαμπάδα… Ή μήπως γυαλάδα; Δεν ξέρω, μα ούτε θέλω να μάθω. Θέλω απλώς να μείνω στο παραμύθι αυτό με τους Δόγηδες και να ταξιδεύω νοερά κρατώντας το μυστηριώδες χρώμα αυτής της πόλης στην καρδιά μου.
Ξέρω πως ο χρόνος δεν αγγίζει τα ψυχουλάκια που σκορπίστηκαν στον βενετσιάνικο αέρα, όπως και σ’ άλλα μέρη που κέρδισαν κομμάτι της ψυχής μου. Λογικά, πολλά από αυτά θα πρέπει να επιπλέουν σε θάλασσες, λιμνοθάλασσες, λίμνες και ποταμούς και να ταξιδεύουν ακόμη. Άραγε θα συναντηθούν ποτέ; Δεν έχει και τόση σημασία, αρκεί να συνεχίσουν να ταξιδεύουν!