Σύμφωνα με το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο, που αποτελεί ένα ολιστικό τρόπο θεώρησης της υγείας, η υγεία -ή η ασθένεια- είναι το ορατό αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης διαφόρων παραγόντων, που λαμβάνουν χώρα στο πεδίο του οργανισμού. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ), ήδη από το 1946, είχε αναγνωρίσει την συμβολή τόσο των ψυχολογικών, όσο και των κοινωνικών παραγόντων, που, σε συνάρτηση με τους βιολογικούς, αλληλεπιδρούν και καθορίζουν το επίπεδο της υγείας ενός ατόμου. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, η υγεία είναι μια κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι, απλά, η απουσία ασθένειας ή αναπηρίας.
Εκτός όμως από την γενική υγεία, ειδικότερα, η ψυχική υγεία αποτελεί ένα σύνθετο πολυπαραγοντικό φαινόμενο, με σημαντικούς κοινωνικούς προσδιοριστές. Με βάση όλα τα παραπάνω, εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς τις δυσμενείς συνέπειες της οικονομικής ύφεσης, των τελευταίων ετών, στην ψυχική υγεία. Μάλιστα, ιστορικά δεδομένα από προηγούμενες περιόδους οικονομικών υφέσεων (κραχ 1929 π.χ.) καταδεικνύουν τις δυσάρεστες επιπτώσεις των τότε κοινονικο-οικονομικών μεταβολών, στο επίπεδο της ψυχικής υγείας των πολιτών. Η σχέση της οικονομικής κρίσης με την ψυχική υγεία έχει απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα και έχει αποτελέσει αντικείμενο αρκετών σύγχρονων ερευνών. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι -τουλάχιστον όσον αφορά στην ελληνική πραγματικότητα- τα δεδομένα των ερευνών είναι, αυτή τη στιγμή, σχετικά περιορισμένα και δεν επιτρέπουν τη διατύπωση ξεκάθαρων σχέσεων αιτίας – αιτιατού. Παρόλα αυτά, παρέχουν πολύτιμες ενδείξεις, που συμβάλουν στη συζήτηση για ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο, όπως αυτό της τρέχουσας οικονομικής ύφεσης.
Δεδομένα από την παγκόσμια βιβλιογραφία καταδεικνύουν ότι το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό στάτους αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου που αυξάνει το στρες και επηρεάζει, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, τη σωματική και ψυχική υγεία. Όσον αφορά στον ελλαδικό χώρο, τα πρώτα στατιστικά δεδομένα που προκύπτουν, λίγα χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, καταγράφουν τις δυσάρεστες συνέπειες της οικονομικής ύφεσης στην ψυχική υγεία. Φαίνεται, ήδη μέχρι το 2013, να έχουμε σημαντική αύξηση στα ποσοστά της κατάθλιψης των ελλήνων πολιτών, ενώ, ταυτόχρονα, ξεκάθαρη αυξητική τάση εμφανίζουν, μεταξύ άλλων, το σύνδρομο αλκοολικής εξάρτησης και η διαταραχή γενικευμένου άγχους. Αναφορικά με την κατάθλιψη, φαίνεται πως, μέχρι το 2013, η συχνότητα εμφάνισης της στο γενικό πληθυσμό έχει υπερτριπλασιαστεί, συγκριτικά με στατιστικά δεδομένα προηγούμενων ετών. Και ενώ η κατάθλιψη φαίνεται να απασχολεί, παραδοσιακά, περισσότερο, άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και κυρίως γυναίκες, κατά την περίοδο της οικονομικής ύφεσης, αυξάνουν τα ποσοστά της και σε μικρότερες ηλικίες, αλλά και στους άνδρες της λεγόμενης παραγωγικής ηλικιακής περιόδου (35 – 44). Επίσης, η κατάθλιψη φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο με την ανεργία, μιας και τα ποσοστά της καταγράφονται αυξημένα στην κοινωνική ομάδα των ανέργων, εν αντιθέσει με τη διαταραχή γενικευμένου άγχους που εμφανίζει μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης στην κατηγορία των εργαζομένων. Τα βασικά χαρακτηριστικά της κατάθλιψης είναι η παρατεταμένη καθημερινή θλίψη, για διάστημα μεγαλύτερο των δύο εβδομάδων, η απώλεια ενδιαφέροντος για προηγούμενες δραστηριότητες (ανηδονία), η κόπωση και η απώλεια της ενεργητικότητας, ενοχές και αισθήματα αναξιότητας, ενδεχόμενες διαταραχές στον ύπνο και την όρεξη και, σε πιο ακραίες περιπτώσεις, σκέψεις αυτοκτονίας ή αυτοκτονία. Η διαταραχή γενικευμένου άγχους χαρακτηρίζεται από μία παρατεταμένη περίοδο έντονου άγχους, υπερδιέγερσης και ανησυχίας, για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, που, συχνά, εκφράζεται και μέσα από σωματικά συμπτώματα, όπως αίσθημα παλμών, ζάλη, κόπωση, εφίδρωση, μυϊκές συσπάσεις, ευερεθιστότητα κ.α.
Σε γενικές γραμμές, φαίνεται πως είναι αρκετά ασφαλές να συμπεράνουμε πως η οικονομική κρίση αυξάνει τα ψυχολογικά προβλήματα των πολιτών, επηρεάζει το επίπεδο της ψυχικής τους υγείας και περιορίζει την συλλογική ευεξία και ευημερία. Σε μια τέτοια κοινωνικοοικονομική συγκυρία, είναι εύλογο να αναδύονται συναισθήματα, που, παραδοσιακά, έχουν θεωρηθεί «αρνητικά», όπως η θλίψη, η αναστάτωση και η ανησυχία για το κοινωνικό γίγνεσθαι, ο παρατεταμένος θυμός, που, πολλές φορές, μη έχοντας που να διοχετευτεί, ξεσπά προς πάσα κατεύθυνση. Ο τρόπος που κάποιος βιώνει την κρίση ποικίλει και διαφοροποιείται σημαντικά από άτομο σε άτομο, κάτι που έχει να κάνει, σε μεγάλο βαθμό, με τις προηγούμενες εμπειρίες του και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Έτσι, υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να βιώσουν την κρίση αυστηρά προσωπικά και να έρθουν αντιμέτωποι με αισθήματα ματαιότητας, ιδέες αναξιότητας και έντονες ενοχές. Στην περίπτωση αυτή, οι δυσάρεστες συνέπειες ενός σύνθετου κοινωνικοπολιτικού φαινομένου προσλαμβάνονται ως μέρος μια ατομικής «παθολογίας» και γίνονται κατανοητές ως μια έκφραση, αποκλειστικά και μόνο, ατομικών ελλειμμάτων και δυσλειτουργιών. Στον αντίποδα, βρίσκονται εκείνοι που μπορούν μεταθέσουν, εξ ολοκλήρου, οποιαδήποτε ευθύνη για τα κοινωνικά πράγματα επάνω σε τρίτους, θεωρώντας, πάντα, τους άλλους ως βασικούς υπαίτιους για τα συλλογικά δείνα, προκειμένου να απεμπλακούν από την αμηχανία που μπορεί να δημιουργεί το αίσθημα της ατομικής ευθύνης και συμμετοχής σε ένα δυσμενές κοινωνικό γίγνεσθαι. Πολύ συχνά, «αρνητικά» συναισθήματα, όπως αυτά που συνεπάγεται η κρίση, θεωρούνται κοινωνικά μη αποδεκτά, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια κατάσταση εσωτερικής σύγκρουσης, που δημιουργεί άγχος και αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ψυχολογικών προβλημάτων. Στο φαινόμενο αυτό συντελεί, σαφώς, και το πρόταγμα της θετικής σκέψης και «καταναγκαστικής» ευτυχίας, που αποτέλεσε, για δεκαετίες, κυρίαρχη πολιτισμική τάση, στον δυτικό κόσμο. Πρέπει, όμως, να σημειώσουμε πως αυτή η συνθήκη μη αποδοχής, που περιγράφεται παραπάνω, αποτελεί κακό προγνωστικό παράγοντα, μιας και έχει φανεί ότι η αποδοχή και η έκφραση των συναισθημάτων μπορεί να σπάσει τον φαύλο κύκλο που δημιουργεί η άρνηση τους και να οδηγήσει, μακροπρόθεσμα, σε καλύτερη ψυχική υγεία.
Από τα παραπάνω, βλέπουμε καθαρά την αρνητική επίδραση της οικονομικής κρίσης στην ψυχική υγεία. Από την άλλη, φαίνεται πως οι δυο τους βρίσκονται σε μια αμφίδρομη αλληλεπιδραστική σχέση, μιας και η κακή ψυχική υγεία φαίνεται να επιδρά αρνητικά στην οικονομία, δημιουργώντας αντιπαραγωγικούς υπαλλήλους, που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν ικανοποιητικά στα καθήκοντά τους. Ωστόσο, κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, και ενώ τα ψυχολογικά προβλήματα και οι ανάγκες για ψυχική φροντίδα αυξάνουν, οι δαπάνες για την ψυχική υγεία, στο πλαίσιο των ευρύτερων δημοσιονομικών περικοπών, μειώνονται αισθητά. Αυτή, βέβαια, η διαφορά ίσως να μην είναι ιδιαίτερα εμφανής στις επαρχιακές περιοχές, που η προσβασιμότητα σε δημόσιες δομές ψυχικής υγείας είναι, έτσι κι αλλιώς, περιορισμένη ή που η επισκεψιμότητα σε αυτές αποτελεί, ακόμα, θέμα ταμπού. Ωστόσο, πρέπει να αναφερθεί πως η ύπαρξη δομών ή επαγγελματιών ψυχικής υγείας σε μια περιοχή φαίνεται να λειτουργεί θετικά και να προλαμβάνει, ως ένα βαθμό, τις επιπλοκές των ψυχιατρικών ή ψυχολογικών ζητημάτων, γεγονός που υπογραμμίζει τη σημασία και την αναγκαιότητα της πρωτοβάθμιας ψυχοκοινωνικής φροντίδας.
Με γνώμονα όλα τα παραπάνω, το Κέντρο Κοινότητας Δήμου Βοΐου, στο πλαίσιο μιας ολιστικής, εξατομικευμένης, ψυχοκοινωνικής παρέμβασης, παρέχει υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης, με σκοπό την προαγωγή της ψυχικής υγείας των πολιτών και την πρόληψη των ψυχολογικών προβλημάτων. Ωφελούμενοι από την πράξη είναι οι δημότες του δήμου και, κατά προτεραιότητα, οι ωφελούμενοι του Προγράμματος «Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης», άτομα και οικογένειες που διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, άνεργοι/ες, παιδιά και άτομα που βιώνουν καταστάσεις αποκλεισμού, μετανάστες, δικαιούχοι διεθνούς προστασίας, αιτούντες άσυλο, ΑμεΑ, Ρομά και γενικότερα ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Το Κέντρο Κοινότητας στεγάζεται στο Πολιτιστικό κέντρο «Άρης και Λίλιαν Βουδούρη» και λειτουργεί καθημερινά από τις 8π.μ. έως τις 4μ.μ.
Ψαλλίδας Θωμάς,
Ψυχολόγος Κέντρου Κοινότητας Δήμου Βοΐου