Μια πασχαλινή ανάμνηση από το Μάη του ’67
Του Δημήτρη Καρατζάνη
Όταν, τριάντα τόσα χρόνια, μπαινοβγαίνεις σε στρατόπεδα κι Επιτελεία, είναι αναπόφευκτό να έχεις ”αποθησαυρίσει”στην τράπεζα της μνήμης, ένα πολύ μεγάλο αριθμό αναμνήσεων από ”Πάσχα στο στρατό” .Αναμνήσεις που τέτοιες μέρες ,ζωντανεύουν και σκαρφαλώνουν με θαυμαστή ενάργεια στην κορφή του νου, γυρίζοντας σε πίσω κάποιες δεκάδες χρόνια.
Μια τέτοια ανάμνηση θα σας αφηγηθώ από ένα Πάσχα στην Κοζάνη, το Μάη του 67 – πως περνά αλήθεια ο καιρός- που, όταν το θυμηθώ, μου φέρνει ακόμα και σήμερα, αβίαστο γέλιο στα χείλη.
Υπηρετούσα τότε ,θυμάμαι, νεαρός ανθυπολοχαγός, σε ένα Τάγμα πεζικού που έδρευε στη Βυρώνεια Σερρών. Ένα τυπικό Μακεδονίτικο χωριό της δεκαετίας του 60, στριμωγμένο ανάμεσα στη νοτική μπάντα του Μπέλες και τη βορεινή όχθη της λίμνης Κερκίνη. Ενα μίζερο τόπο, που, κεινα τα χρόνια , περίσσευε το κρύο και η λάσπη το Χειμώνα και η σκόνη και τα κουνούπια το Καλοκαίρι
Τίποτα το εξαιρετικό δεν τάραζε την καθημερινότητα και τη ρουτίνα του μικρόκοσμου μας, όταν ένα πρωί, εντελως ξαφνικά ,κατέφθασε διαταγή από το Επιτελείο,για να μετακινηθεί το Τάγμα στην Κοζάνη έδρα του Ά Σωματος Στρατού.
Μια ”άσαρκη” στην πραγματικότητα μεγάλη Μονάδα ,αφού, όλο σχεδόν το έμψυχο δυναμικό της είχε μεταφερθεί στην Κύπρο ,λόγω της έντασης στα Ελληνοτουρκικά και των εκτάκτων συνθηκών που επικρατούσαν
Για να πούμε την αλήθεια, αυτό καθ εαυτό το γεγονός της μετακίνησης, εμας τουλάχιστον τους νεαρούς αξιωματικούς ,αλλά και τους στρατιώτες, δε μας ”χάλαγε” καθόλου. Γιατι ,όπως και να βλεπε κανείς το πράμα , η διαβίωση και εργασία στην πρωτεύουσα της Δυτικής Μακεδονίας ,ήταν πολύ προτιμότερη από τη μιζέρια της Βυρώνειας.
Εκείνος μόνο που τα είχε βάψει …μαύρα και γκρίνιαζε συνέχεια για την απροσδόκητη ”ανατροπή”, ηταν ο υποδιοικητής της Μονάδας, γνωστός σε όλους- αξιωματικούς και στρατιώτες- ως ”Θανασάρας’ Ένα πραγματικό ανθρώπινο …βουνό ,παλιός αντάρτης του Ζέρβα ,με γραμματικές γνώσεις …άγνωστες ,αλλά με φυσική ευστροφία και πονηριά, που κάλυπταν και με το παραπάνω τα μαθησιακά του κενά . Επειδή μάλιστα ήταν από φυσικού του, ανοιχτόκαρδος, φαγάς ,πιοτής και γλεντζές, ήταν ιδιαίτερα αγαπητός σε μας τους νεαρούς.
Αυτός λοιπόν ο αξιωματικός, που κάθε χρόνο θεωρούσε το Πάσχα της Μονάδας προσωπική του υπόθεση και …κορωνίδα της δουλειάς του, δε μπορούσε να χωνέψει το γεγονός ότι ”ξεσπίτωναν” τη Μονάδα παραμονές της μεγάλης γιορτής.
”Εγώ δεν κάνω”γιούφτικο”Πάσχα ”πιλάτευε κάθε μέρα το διοικητή ,έναν ”άγιο άνθρωπο” που όλο το Τάγμα αποκαλούσε ”Μπάρμπα Λάμπρο”
”Να στείλομε αυτοκίνητα στη Βυρώνεια να φέρουν όλα τα χρειαζούμενα”, τον πίεζε σε κάθε ευκαιρία .
”Κάνε ότι θες” του είπε κάποια στιγμή εκείνος, βαριεστημένος από το πολύ ”πες-πες”.
Δε χρειαζόταν τίποτα περισσότερο ο ”Θανασάρας”,για να αρχίσει να ξεδιπλώνει το οργανωτικό του …ταλέντο . Σε χρόνο ρεκορ κουβάλησε από τη Βυρώνεια όλα τα εφόδια και τα συμπράγκαλα που χρειαζόταν . Τα συμπλήρωσε έγκαιρα με πρόσθετες αγορές από την Κοζάνη ,τακτοποίησε το θέμα της …διακόσμησης με πρασινάδες, ζωγραφισμένα αυγά και σημαιάκια ,”έστησε” στο αψε- σβήσε την ”ορχήστρα” και την Κυριακή του Πάσχα -δυό του Μάη κείνη τη χρονιά, αν θυμάμαι καλά-βρίσκονταν όλα στην εντέλεια .
Πριν ξημερώσει καλά- καλά, οι αγριοφωνάρες του ”Θανασάρα” αντηχούσαν σ όλο το στρατόπεδο ,όπου οι φωτιές -με την αυστηρή του επίβλεψη- είχαν ήδη ανάψει και οι σούβλες ξεκίνησαν να ρολάρουν ,ενώ τα κλαρίνα έστελναν ήδη τα γιορτινά τους μηνύματα ,στη κοιμισμένη πόλη. Ακόμα και ο ήλιος, που είχε μ να φανεί μέρες ,έκανε την εμφάνιση του με Μαγιάτικη λαμπρότητα ,σκορπώντας αισιοδοξία, σε ένα κόσμο που την είχε πράγματι ανάγκη.
Νωρίς το μεσημέρι στρώθηκε το τραπέζι και όλοι, αξιωματικοί και στρατιώτες, γίναμε μια παρέα. Κανείς άλλωστε, τις ταραγμένες εκείνες μέρες ,δεν ”έσερνε” μαζί του οικογένεια για να μοιραστεί τη γιορτή.
Λίγο αργότερα έκανε την εμφάνιση του στο χώρο της γιορτής και ο στρατηγός συνοδευόμενος από τις δυο πανέμορφες κόρες του -η μια ακόμα πρωταγωνιστεί στον καλλιτεχνικό μας στερέωμα -που τράβηξαν σαν μαγνήτης τα βλέματα μικρών μεγάλων..
Ο ”Θανασάρας” βρισκόταν στο στοιχείο του και απολάμβανε με όλες τις αισθήσεις του το …θρίαμβο του. Έπινε κι έτρωγε απίθανες ποσότητες, ενώ η φωνή του-δυνατή και μελωδική, ειν αλήθεια- σκέπαζε κάθε άλλο επίδοξο …αοιδό .
”Ρέ , τα πλευρουδάκια και οι πέτσες έχουν τη νοστιμιά”,΄΄ελεγε σκασμένος στα γέλια.” Βρε, σείς οι νέοι ,δε ξέρετε να φάτε’,’ πρόσθετε ενώ αφαιρούσε με ακρίβεια χειρουργού από τα αρνίσια παιδάκια και το τελευταίο ”ψιχάλι” σάρκας.
Με τον ίδιο,ασταμάτητο ρυθμό συνέχιζε να τρώει και να πίνει σχεδόν μέχρι αργά τ απόγευμα.
Ξαφνικά, εκεί που μιλούσε και γελούσε ”κακαριστά”, τον είδα να σταματά απότομα ,και να πετρώνει το χαμόγελο στα χείλη του ,σαν κάποιος να τον είχε χτυπήσει με σφυρί στο κεφάλι..
”Πάθατε τίποτα,κ. υποδιοικητά”, τον ρώτησα πραγματικά ανήσυχος
Δε μου έδωσε απάντηση .Έσπρωξε μακριά τα πιάτα και τα ποτήρια, σηκώθηκε γρήγορα και με βιαστικά βήματα τράβηξε κατά το Διοικητήριο.
Θάχε περάσει κανα μισάωρο, όταν τον είδαμε να γυρίζει πίσω κατάχλωμος και σκυφτός σαν δαρμένος.Χωρίς να πει κουβέντα ξανακάθισε στο τραπέζι ,η όρεξη όμως και η διάθεση του, ειχε πια ολοφάνερα εξατμιστεί.
Δε θά χαν περάσει ούτε δεκα λεπτά ,όταν ξαναπετάχτηκε όρθιος, φεύγοντας βολίδα αυτή τη φορά , προς την ίδια κατεύθυνση.
Τώρα όμως δεν ήταν μόνος. Ένας μεγάλος αριθμός απ όλα τα τραπέζια-φαντάροι και αξιωματικοί – είχαν σηκωθεί κι έτρεχαν εναγωνίως, ψάχνοντας για τουαλέτα .Σε λίγο οι δυο γιατροί του τάγματος δε ξέρανε που να πρωτοτρέξουνε για πρώτες βοήθειες, καθώς η κατάσταση χειροτέρευε και το ”τσιλιό”είχε γονατίσει το τάγμα.
Το βραδάκι ,που με την επέμβαση των γιατρών ,είχαν κάπως ηρεμήσει τα πράγματα, πήγα να δω το ”Θανασάρα” που, όπως λεγόταν, ήταν η βαρύτερη περίπτωση.
”Πως είστε κ. υποδιοικητά” , τον ρώτησα μπαίνοντας με το γιατρό στο γραφείο -κοιτώνα που χρησιμοποιούσε.
Άνοιξε τα αγελαδίσια μάτια του ,σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τον ιδρώτα απ το κατάχλωμο πρόσωπο του και ψιθύρισε με μισοσβυμένη φωνή .
”Ούτε στον …εχθρό σας βρε παιδιά, τέτοια λαχτάρα. Ούτε όταν πολεμούσα με το… Ζέρβα ,δε γνώρισα τέτοιο ζόρι.”…
Και ξαφνικά ,σα να θυμήθηκε κάτι πολύ σοβαρό, στράφηκε με ολοφάνερη αγωνία στο γιατρό.
”Ρε γιατρέ, με το …στρατηγό, τι γίνεται;”ρώτησε
Κοιταχτήκαμε με το γιατρό με απορία. Ο στρατηγός είχε αποχωρήσει από νωρίς και κανείς δεν μας είχε ενοχλήσει. Άρα δεν πρέπει να υπήρχε πρόβλημα.
”Καλά είναι ”, είπαμε και οι δυό με μια φωνή.
Αναστέναξε με ανακούφιση ο ”Θανασάρας”
”Δόξα σοι ο Θεός”, είπε, ”γιατί αν πάθαινε κι αυτός τη λαχτάρα πού παθα ,δε θά βλεπα γαλόνι ,ούτε τη …Δευτέρα Παρουσία”.
”Ο καθένας με τον πόνο του” ψιθύρισε ο γιατρός, κλείνοντας μου το μάτι.
Πηγή: cretalive.gr
Ανώνυμος
- Edit
Το 1967 το Πάσχα ήταν 30. Απριλίου. Κάπου ο συντάκτης κάνει λάθος. Η 21η Απριλίου 1967 ήταν Παρασκευή πριν το Σάββατο του Λαζάρου! (Αν θυμάστε;) Κ. Μετσιος.