Το να διαβάζεις το πρώτο βιβλίο που έγραψε κάποιος, κρύβει ένα μυστήριο, μια ακατανόητη αγωνία και τη μαγεία του αχαρτογράφητου χώρου, του άγνωστου που έρχεται να αποκαλύψει καινούριους κόσμους. Δεν ξέρω βέβαια τι είναι πιο δύσκολο ή πιο εύκολο τελικά. Να μιλάει κανείς για το βιβλίο ενός ανθρώπου που δεν γνωρίζει καθόλου ή για το βιβλίο κάποιου που κάπως γνωρίζει… Είναι αλήθεια πως η γνωριμία σού δημιουργεί ορισμένες δεσμεύσεις, όπως δεσμεύσεις προκαλεί η κάθε είδους προσωπική «οικειότητα» σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Αυτή είναι όμως και η πρόκληση. Πώς να μην δεσμευτείς.
Τον Φίλιππο τον γνώρισα το 2007 με συνδετικό κρίκο μεταξύ μας φυσικά τη μουσική. Στο πέρασμα του χρόνου ήρθε η καλλιτεχνική συνεργασία, που έγινε αφορμή για να τον μάθω καλύτερα, και να μάθω απ’ αυτόν… πολλά. Αυτό που ‘ζήλευα’ κι εκτιμούσα πάντα σε κείνον –πέραν του ταλέντου του, που είναι γνωστό- ήταν το ακούραστο πάθος του, η επιμονή του στην τελειότητα, η εφευρετικότητά του, το ανήσυχο πνεύμα και η θετική ματιά με την οποία έβλεπε κάθε τι καινούριο.
Κάποτε τον ρώτησα: «Θα σκεφτόσουν ποτέ να γράψεις;» Και η απάντηση ήταν: «Θα προσπαθούσα ενδεχομένως να γράψω. Δεν ξέρω αν θα τα κατάφερνα. Γράφοντας στίχους έμαθα να συμπυκνώνω έννοιες μέσα σε μικρές προτάσεις με μέτρο ή ομοιοκαταληξία. Δεν ξέρω όμως αν αυτό είναι επίκτητο ή αν το έχω από τη φύση μου. Αν το έχω από τη φύση μου, δε θα μπορούσα έτσι κι αλλιώς να γράψω κάτι άλλο. Αν είναι επίκτητο, μπορεί να είχα ελπίδες να στραφώ σε άλλα είδη γραφής». Και το έκανε τελικά.
Στον κόσμο της δημιουργίας, πνευματικής και καλλιτεχνικής, συνηθίζεται, ιδίως τα τελευταία χρόνια, η εισχώρηση ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽νωρου καλλενα λαλο τους ευατισσος πρωτοςν των λολυγλωσση.το παλιοπωτης μιας τέχνης ή δημιουργίας μέσα ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽νωρου καλλενα λαλο τους ευατισσος πρωτοςν των λολυγλωσση.το παλιοπωστην άλλη. Έτσι βλέπουμε ανθρώπους ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽νωρου καλλενα λαλο τους ευατισσος πρωτοςν των λολυγλωσση.το παλιοπωπου διαπρέπουν ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽νωρου καλλενα λαλο τους ευατισσος πρωτοςν των λολυγλωσση.το παλιοπωσ’ ένα χώρο της τέχνης να προσφεύγουν τακτικά -ή και για μια μόνο φορά- στον τόπο της λογοτεχνίας για να θυμίσουν ή να γνωρίσουν έναν άλλο εαυτό τους πέρα από αυτόν που καλά γνωρίζουν οι ίδιοι ή που καλά γνωρίζει το κοινό. Ζωγράφοι, τραγουδιστές και τραγουδοποιοί, γλύπτες, ηθοποιοί, μουσικοί, σκηνοθέτες, νιώθουν την ενδότερη ανάγκη -και καλά κάνουν- να εκφραστούν με το γραπτό λόγο, είτε με ποίηση, είτε με καθαρήως﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ωγρφαικα προσχωροροανα με τα οπος πρωτοςν των λολυγλωσση.το παλιοπω πεζογραφία, δίνοντας και την άλλη διάσταση του εαυτού τους.
Αλλά και το αντίστροφο φαινόμενο παρατηρείται, όταν καθαροί λογοτέχνες προσχωρούν σε άλλες τέχνες, της ζωγραφικής κυρίως. Και στις α ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ποιφαεθγνατα χωροροανα με τα οπος πρωτοςν των λολυγλωσση.το παλιοπωδύο περιπτώσεις έχουμε πολλές πετυχημένες εισβολές. Για τον απλό καταρχάς λόγο ότι το κοινό, πέρα από το καθ’ αυτό έργομα και με γαργαλιστατα χωροροανα με τα οπος πρωτοςν των λολυγλωσση.το παλιοπω τους, θμα και με γαργαλιστατα χωροροανα με τα οπος πρωτοςν των λολυγλωσση.το παλιοπωέλει να μμα και με γαργαλιστατα χωροροανα με τα οπος πρωτοςν των λολυγλωσση.το παλιοπωάθει για την αφώτιστη πλευρά τους, για τις άγνωστες εκδοχές του είναι τους.
Η καθαά﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽α αφήγησης εκτι έι διαρή λογοτεχνική αφήγηση, από τους άλλους εκτός της συγγραφικής «κοινότητας», είναι μια δά﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽α αφήγησης εκτι έι διαύσκολη απόπειρα. Όποιοι το καταφέρνουν, περνούν σε μια άλλη θεώρηση του έργου τους, κι έτσι έχουμε μια ευτυχήζευξης﷽﷽﷽﷽τχους σομιζουμε πως ια σύμπζευξης﷽﷽﷽﷽τχους σομιζουμε πως ιατωση. Η αποψινή σύμπτωση τραγουδοποιού και συγγραφέα θεωρώ πως έχει στοιχεία μιας επιτυχούς σύζευξης.
Το «Όνομα» δεν είναι ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε για να πει αυτό που φαινομενικά λέει. Γράφτηκε για να αποκαλύψει αυτά που υπάρχουν πίσω από τα αυτονόητα και τα δεδομένα. Στο βιβλίο αυτό ο Φίλιππος Πλιάτσικας αισθηματοποιεί τον εαυτό του και παραδίδει ένα λογοτεχνικό κείμενο που αφορά όλους, καθώς ο αναγνώστης, διαβάζοντάς το, βρίσκει πολλά στοιχεία δικά του και της εποχής του μέσα στα γραφόμενα. Είναι επίσης ένα βιβλίο που, πέρα από την εντελώς ξεχωριστή ιστορία που αφηγείται, τοποθετεί τον συγγραφέα απέναντι στον κόσμο.
Πρόκειται για έναν καμβά εικόνων, αφηγήσεων, γεγονότων, εσωτερικών εξομολογήσεων και αναζητήσεων, όπου οι ήρωες κάτι δίνουν και κάτι παίρνουν σε κάθε κεφάλαιο – σταθμό.
«Ποιον θέλεις να σώσεις;» έχει τίτλο το πρώτο κεφάλαιο. Ήταν η αρχή του βιβλίου και πείστηκα ότι έχει κάτι να μου πει… Πράγματι, αυτό που πιο πολύ με κέρδισε στο μυθιστόρημα αυτό ήταν ότι καταπιάνεται με θέματα ιδιαίτερα ευαίσθητα, κοινωνικά, αλλά και εσωτερικά, υπαρξιακά. Με κέρδισε, γιατί η θεματολογία του είναι ιδιαίτερα επίκαιρη, ίσως και γιατί διανύω εγώ η ίδια μία περίοδο που «βάλλομαι» από σκέψεις υπαρξιακού περιεχομένου.
Πραγματεύεται θέματα του ανθρώπου, της ζωής, των ονείρων, των ματαιώσεων, των σχέσεων, βουτώντας στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Κι αυτά μέσα από μία σπονδυλωτή αφήγηση με πρόσωπα που οι ιστορίες τους μπλέκονται καθώς η αφήγηση κυλάει.
Ας γίνω όμως πιο συγκεκριμένη. Το βιβλίο χωρίζεται θα έλεγα σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος κάνει την λεπτομερή παρουσίαση των προσώπων. Στο δεύτερο μέρος, αφού ο συγγραφέας παρουσίασε επιμελώς τους ήρωες, περιπλέκει τελικά τις ζωές τους, έτσι που η ιστορία του ενός προσώπου εμφανίζεται άρρηκτα δεμένη με την ιστορία του άλλου με έναν τρόπο μοιραίο και νομοτελειακό.
Οι ήρωες βασανίζονται από περασμένα και παρόντα γεγονότα και πράγματα, επιχειρούν να κατανοήσουν τον κόσμο, τον εαυτό τους. Και ο συγγραφέας τους κατανοεί. Και τους αγαπάει. Και σκύβει με στοργή επάνω τους.
Ο Ντάνιελ, Αγγελής δηλαδή, που κατάφερε να νικήσει τη σκοτεινή πλευρά του και να περάσει από την παραβατικότητα στην εξιλέωση, να γίνει άγγελος. Αναζητά εναγωνίως τη λύτρωσή του, τη δύναμή του, απελπισμένα θέλει να σταματήσει να πονάει. «Ποιον θέλει να σώσει; Ποιον ήθελε πάντα να σώσει; Έπρεπε να κρύψει τους φόβους και το παρελθόν στο σκοτάδι για να γίνει ο κόσμος της δικής του αβεβαιότητας σταθερός». «Παλεύοντας με τη μοναξιά και τους προσωπικούς του δαίμονες, έψαχνε λυσσασμένα να ξαναβρεί τα σπασμένα κομμάτια του εαυτού του, για να τα ενώσει και να ξαναθυμηθεί όσα ξέχασε στα δαιδαλώδη μονοπάτια της κατεστραμμένης μνήμης του».
Η Εσάλ, «ένα μελαμψό κράμα Ανατολής από το Ιράν», στον ρόλο του θύματος με την κυριολεξία και τη μεταφορά της λέξης, βασανίζεται από τη βιαιότητα του ρατσισμού, και τελικά βρίσκει άδοξο τέλος και μάλιστα από τον δικό της Άρη, που μετατρέπεται σε σκληρό και άτεγκτο χαρακτήρα, τυφλώνεται από το θυμό και αρνείται να συμφιλιωθεί με αυτό που εκείνη είναι. «Αυτός να ερωτευτεί μια Ιρανή;»
Ο Αμπντ Αλ Μπάρι, Ιρανός μετανάστης, που ο χαμός της κόρης του τον μετατρέπει σε βίαιο εκδικητή.
Η Ιφιγένεια, εύθραυστη και ευγενική, με καλλιτεχνικές ανησυχίες και πολλές ευαισθησίες, βρίσκεται στο ρόλο του αμνού εν αγνοία της…
Οι περιγραφές των προσώπων -όσων προανέφερα, αλλά και των υπόλοιπων χαρακτήρων του βιβλίου- είναι λεπτομερείς. Δυνατές και αναλυτικές. Σχηματίζουν στα μάτια του αναγνώστη μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα των ηρώων, όχι μόνο οπτική, αλλά και σε ό, τι αφορά τον ψυχισμό τους.
Σιγά σιγά οι ιστορίες των ηρώων ενώνονται και γίνονται μία για να οδηγήσουν στην λύση του αινίγματος, στην άκρη του νήματος, και να περάσουμε μέσα από συμβολισμούς στην αντίπερα όχθη που εν τέλει δεν είναι άλλη από την αποκάλυψη της αλήθειας της προσωπικής ιστορίας των ηρώων, αλλά και της αλήθειας της ζωής που είναι καλά κρυμμένη στα άδυτα της ψυχής μας.
Ο συγγραφέας, φανερά προβληματισμένος, στοχαστικός, ανήσυχος, χτίζει με αισθήματα τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες των ηρώων. Είναι έκδηλη η αγωνία για την προσωπική σωτηρία του καθενός και η ανάγκη για μια δύναμη ψυχής, ως άμυνα και ένστικτο αυτοσυντήρησης, που υπερνικά κάθε αντικειμενική δυσκολία, προκειμένου να επιβιώσει κανείς ακόμα και μέσα από τις πιο σκληρές καταστάσεις.
«Το όνομα»… Ο τίτλος είναι αρκετά αινιγματικός. ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽νωρου καλλενα λαλο τους ευατισσος πρωτοςν των λολυγλωσση.το παλιοπωΒρίσκω ιδιαίτερα ερεθιστικό το να «παίζει» κανείς με τον τίτλο ενός βιβλίου, να εικάζει, χωρίς να ξέρει τι σημαίνει, γιατί είναι, τι είναι αυτό που κρύβεται πίσω του. Όπως μου αρέσει να διαβάζω πρώτα το τέλος ενός βιβλίου. Ίσως γιατί κάθε τέλος σηματοδοτεί μια αρχή. «Το όνομα», λοιπόν… Ποιο όνομα άραγε; Τι σημαίνει μία λέξη; Διατρέχοντας τις σελίδες του μυθιστορήματος βρίσκω πολλές αναφορές σ’ αυτό, πολλές διαφορετικές εκδοχές του. Τα ονόματα των ηρώων κρύβουν συμβολισμούς και ερμηνείες. Ο Ντάνιελ, που ξανάγινε άγγελος, η Ιφιγένεια ως αμνός του Θεού, Η Εσάλ που τ’ όνομά της σημαίνει λουλούδι στον ουρανό, ο Άμπντ Αλ Μπάρι, δηλαδή υπηρέτης του Αλλάχ… Τα πολλά ονόματα του Θεού στις διάφορες θρησκείες… Το «όνομα» διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη σκέψη του συγγραφέα. Είτε ως όνομα του Θεού, είτε ως όνομα του κόσμου, είτε ως όνομα των ανθρώπων.
Ο Θεός και η θρησκεία, ως έννοιες και ως ουσία, απασχολούν ιδιαίτερα τον Φίλιππο Πλιάτσικα. Μιλάει για το φόβο της θρησκείας, για τη χειραγώγηση των ανθρώπων μέσω αυτής, για τα αόρατα όρια που θέτουμε στον εαυτό μας και που πηγάζουν από τον φόβο της τιμωρίας, από τον αόριστο φόβο του τι μπορεί να συμβεί, αν συμβεί, και που είναι τόσο ισχυρός μέσα μας, ώστε κατευθύνει τη ζωή και τις επιλογές μας καταλυτικά. Σε σημείο που να ζούμε άλλη ζωή απ’ αυτήν που θέλαμε. Αναφέρει κάπου: «Θρησκείες του δέους και του φόβου κάποιες ή της συνείδησης και της αναζήτησης κάποιες άλλες. Συμπλήρωναν τη συνολική εικόνα που είχε σχηματίσει βλέποντας τα βλοσυρά βλέμματα των αγίων και τους τεράστιους σε όγκο ναούς στα ταξίδια σε διάφορες πόλεις του κόσμου. Με αγάλματα που ήταν κάτι μεταξύ αγγέλου και δαίμονα και κοιτούσαν πάντα από πάνω εμάς τους μικρούς και φοβισμένους ανθρώπους, θυμίζοντας κάθε στιγμή τα λάθη της πραγματικής μας φύσης και πως πολλά από αυτά που είμαστε ή κουβαλάμε βαθιά μέσα μας είναι απαγορευμένα και ικανά να μας στείλουν στο ‘πυρ το εξώτερον’. Σαν να έκατσε ένας αποκλίνων πλην τέλειος νους, πριν από την αρχή του χρόνου, και σκέφτηκε πως όλα όσα συνιστούν την πραγματική μας φύση, τις πραγματικές μας ανάγκες, θα είχε ενδιαφέρον να τα χαρακτηρίσουμε εμείς οι ίδιοι απαγορευμένα και παράνομα. Για να κάνει ένα πείραμα. Να δει, με τόσο πολλά απωθημένα και στερήσεις, για πόσο θα αντέξει αυτός ο πολιτισμός (…) Μήπως είναι κι η βαθιά μας ανάγκη να δαιμονοποιούμε και να αντιστεκόμαστε σε καθετί που δε γνωρίζουμε, ακόμα κι αν μας δίνει χαρά; Γιατί αισθανόμαστε ένοχοι στην ευτυχία; Απέναντι σε ποιον; Ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος που αντέχει να βιώνει τα συναισθήματά του χωρίς ενοχές. Πόσοι από εμάς αισθανόμαστε πραγματικά ελεύθεροι, λοιπόν;»
Δεν ξέρω πώς πραγματικά τοποθετεί ο Φίλιππος Πλιάτσικας τον εαυτό του απέναντι στη θρησκεία. Πού κατέληξε μέσα από όλη αυτή την αναζήτηση, αν κατέληξε κάπου… αν και αφήνει στις τελευταίες γραμμές μια δυνατή υπόνοια ότι ο Θεός υπάρχει κάπου μέσα του, με κάποιον τρόπο. Γράφει: «Οι περισσότεροι δεν θα μάθουν ποτέ τι πραγματικά έγινε αυτό το κρύο πρωινό του Ιανουαρίου. Θα ξεχάσουν γρήγορα. Η αλήθεια πέρασε δίπλα τους, αλλά δεν τους άγγιξε. Κάποιοι άλλοι, πολύ λίγοι, ξέρουν μόνο ένα μικρό κομμάτι της. Ολόκληρη την ξέρει μόνο ο Θεός. Όποιο κι αν είναι το αληθινό του Όνομα».
Το βιβλίο διέπεται από έντονη μουσικότητα –πώς θα μπορούσε άλλωστε να μη συμβαίνει αυτό; Στο κείμενο παρεμβάλλονται στίχοι, στα ελληνικά και τα αγγλικά, επί τούτου γραμμένοι, στίχοι τραγουδιών του μουσικού Πλιάτσικα, κάποιοι παραλλαγμένοι, κάποιοι όχι. Το βιβλίο ούτως ή άλλως συνδέεται απόλυτα με τον δίσκο «Ένας ολοκαίνουργιος κόσμος» που κυκλοφόρησε ο καλλιτέχνης.
Τα κινηματογραφικά στοιχεία είναι συχνά και εμφανή μέσα από την εναλλαγή των εικόνων, των εποχών, των προσώπων… Το ύφος λιτό και η γλώσσα του βιβλίου, ανεπιτήδευτη, δε ζητάει να εντυπωσιάσει. Χρησιμοποιείται πιο πολύ ως μέσο για να ειπωθούν πράγματα και όχι ως λογοτεχνικό εργαλείο αυτή καθαυτή. Πρόκειται για μία στρωτή ευγλωττία του γραπτού λόγου που είναι μέσο και όχι σκοπός. Συνειρμικά αναφέρω αυτό που σημειώνει ο συγγραφέας: «Η ευγλωττία έχει την πραγματική ομορφιά και το χρόνο σύμμαχο όταν λέει αλήθεια».
Σε κάθε βιβλίο συναντά κανείς τον ίδιο τον συγγραφέα, περισσότερο ή λιγότερο, με στοιχεία αυτοβιογραφικά, που περνάνε στο κείμενο είτε ηθελημένα, είτε όχι. Ίσως γιατί δεν είναι δυνατόν να απαλλαγεί κανείς εντελώς από τον εαυτό του, παρά τον κουβαλά και στα γραφόμενά του, άλλες φορές συνειδητά και άλλες ασυνείδητα. Υπάρχουν, λοιπόν, εδώ ίχνη προσωπικής μαρτυρίας. Συναντάω τον Πλιάτσικα συχνά στις γραμμές του βιβλίου. Βρίσκω στοιχεία του κόσμου μέσα στον οποίο αναπτύσσεται και δημιουργεί, στοιχεία του παρελθόντος του, αλλά και στοιχεία του παρόντος του. Τον συναντώ, λοιπόν, θαρρώ, στη σελίδα 49: «Στην πραγματικότητα αυτή ήταν η δυνατή κι αυτός ο αδύναμος. Η αδυναμία όμως σχεδόν πάντα γίνεται η μεγαλύτερη δύναμη στις σχέσεις των ανθρώπων. Αυτό σε συνδυασμό με την ταύτιση που αισθάνονται τα ζευγάρια που ζουν πολλά χρόνια μαζί, επιδρούσε στη σχέση τους με έναν τρόπο καταλυτικό». Τον συναντώ στις αναφορές στο Βερολίνο, στη Νίνα Χάγκεν, στις υπαρξιακές του αγωνίες, που φαίνεται τελευταία να τον απασχολούν, στα Καμίνια όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια… Νομίζω παραμένει μέσα του ακόμα και σήμερα ο ίδιος ένας Δον Κιχώτης των Καμινίων.
Το βιβλίο είναι σύγχρονο, επίκαιρο. Αγγίζει κρίσιμα θέματα του σήμερα, αναζητά όμως και διαχρονικές αλήθειες. Γι’ αυτό και μας αφορά όλους με έναν τρόπο. Μέσα από αναφορές σε φαινόμενα κοινωνικά, όπως η μετανάστευση, ο ρατσισμός, και σε προβληματισμούς των ηρώων του, ο συγγραφέας βουτάει στα βαθιά για να αναζητήσει, ή να μας βάλει στη διαδικασία να ψάξουμε κι εμείς, το νόημα της ζωής. Και δεν είναι νομίζω καθόλου τυχαίο αυτό όταν προκύπτει από έναν άνθρωπο που είδε κι έζησε πολλά, απόλαυσε, αλλά και χρεώθηκε πολλά «ονόματα», στιγμές κουράστηκε ίσως απ’ αυτά, και θέλησε να δει τι κρύβεται πίσω τους.
Η ζωή, ο θάνατος, ο έρωτας, ο φόβος –αυτά που δίνουν τελικά ουσία στην ύπαρξή μας και την κατευθύνουν- γίνονται μέσο και αφορμή για να στηθεί μία συγκεκριμένη ιστορία, που μας καλεί να δούμε τι υπάρχει πίσω της. Και πίσω της υπάρχει η αξία της ζωής. Το ελκυστικό στο συγκριμένο μυθιστόρημα είναι η δύναμή του να αποκαλύπτει νοήματα, να ξυπνάει στη σκέψη και τον ψυχισμό μας ερωτηματικά και φιλοσοφικές αναζητήσεις. Ψάχνει κάποιο μεγάλο μυστικό, κρυμμένο από την αρχή του χρόνου, ψάχνει το αληθινό όνομα του κόσμου, το «κλειδί» που ξεκλειδώνει τη γνώση και την απόλυτη αλήθεια. Κι έτσι, ανοίγεται μπροστά σου ένας αλλιώτικος ολοκαίνουργιος κόσμος, που ακόμα κι αν δεν μπορείς βαθιά να τον καταλάβεις, είναι ωραίο έστω και απλά να τον υποπτευθείς…
Στο βιβλίο αυτό γνωρίζω τον Φίλιππο από μια άλλη πλευρά. Μαθαίνω την πιο ευαίσθητη εκδοχή του. Και μ’ αρέσει, στ’ αλήθεια μ’ αρέσει πολύ αυτό. Όπως μου αρέσει το ότι η σκέψη του συναντάει τόσες φορές τη δική μου. Που με βάζει ως αναγνώστρια στη διαδικασία να βρω τι υπάρχει πίσω απ’ τα πολλά ονόματα του βιβλίου, τι υπάρχει πίσω απ’ τα πολλά ονόματα του κόσμου, να αναρωτηθώ ξανά και ξανά για την ουσία των πραγμάτων ή για τη ματαιότητά τους, να ψάξω την κατανόηση του εαυτού μου. Να βρω το δικό μου «όνομα» μέσα στα πολλά, σ’ αυτή τη συναρπαστική περιπέτεια που λέγεται ζωή. Και περπατώντας στο δρόμο αυτόν της αναζήτησης, σκοντάφτω εντελώς τυχαία σε δυο γραμμές του Ζοζέ Σαραμάγκου που έρχονται ως καταληκτική σκέψη σ’ όσα προηγήθηκαν: «Μέσα μας υπάρχει κάτι που δεν έχει όνομα· αυτό το κάτι είναι αυτό που είμαστε».