Στις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου 2015 ο ελληνικός λαός καλείται για τρίτη φορά την ίδια χρονιά στις κάλπες να αποφασίσει για το μέλλον του. Είναι όμως έτσι;
Ας δούμε τι συνέβη τους τελευταίους μήνες. Οι εκλογές του Ιανουαρίου ανέδειξαν μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία δυνάμεων, που τότε υποστήριζαν την κατάργηση των Μνημονίων. Του κάκου.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, παρά τις αποχρώσες διαφορές σε επιμέρους ζητήματα, δεν αμφισβήτησε τις θεμελιώδεις κατευθύνσεις οικονομικής πολιτικής που καθόρισαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Αντίθετα, η δανειακή σύμβαση -που η απελθούσα κυβέρνηση συνομολόγησε με τους πιστωτές- διευθέτησε όλες τις εκκρεμότητες των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει η χώρα και -μετά από μια τετράμηνη ενδιάμεση συμφωνία- οδήγησε στην αναγέννηση του «Μνημονιακού Φοίνικα» από την τέφρα του.
Στο μεσοδιάστημα διοργανώθηκε ένα «δημοψήφισμα χωρίς αιτία», που το μόνο που πέτυχε ήταν να τονώσει το ηθικό μερίδας των πολιτών και να τους χαρίσει μια επίπλαστη αίσθηση πολιτικής συμμετοχής. Οι ψηφοφόροι μπόρεσαν στο δημοψήφισμα να εκφράσουν τη γνώμη τους για ένα αμφιλεγόμενο –έστω- ερώτημα. Αλίμονο! Πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις, οι δανειστές αποκρίθηκαν ότι η γνώμη των εκλογέων δεν έχει στην πράξη καμία σημασία.
Η εμπειρία των τελευταίων μηνών απέδειξε ότι είχε μικρή σημασία αν εκλέγαμε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ (ενίοτε με τη συνεργασία του ΛΑΟΣ ή της ΔΗΜΑΡ) ή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Οι θεμελιώδεις στρατηγικές επιλογές της χώρας στο πλαίσιο της Ε.Ε. και της Ο.Ν.Ε. είναι κατά βάση προδιαγεγραμμένες από την –προφανώς κρινόμενη- Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την αντιμετώπιση της Κρίσης και την ανασυγκρότηση της χώρας μας. Τα Μνημόνια ήρθαν για να μείνουν και οι καίριες διαστάσεις τους έχουν ήδη θεσμοθετηθεί εν πολλοίς από το Κοινοβούλιο. Εν μέσω ενός κύματος δημοσκοπήσεων που προβλέπουν ότι τα φιλό-Μνημονιακά κόμματα θα συγκεντρώσουν αθροιστικό ποσοστό άνω του 70% φαίνεται πως οι εκλογές θα χρησιμοποιηθούν απλά για να από-ενοχοποιήσουν τις κορυφαίες επιλογές του πολιτικού συστήματος: παραμονή της χώρας υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, μηδαμινή δυνατότητα των πολιτικών ηγεσιών να προσφέρουν αξιόλογες διαφοροποιήσεις στην οικονομική πολιτική και τα παρελκόμενα της, αγωνιώδης προσπάθεια του παλιού συστήματος (και των συναρθρωμένων ελιτ) να αναβαπτιστεί στη λαϊκή νομιμοποίηση και να διατηρήσει τα προνόμια και τις ανορθολογικές του επιλογές. Σε κάθε περίπτωση οι εκλογές θα αναδείξουν το κραυγαλέο κενό ηγεσίας που βασανίζει τη χώρα.
Οι επικείμενες εκλογές θα αποτελέσουν, επιπλέον, ένα πολύτιμο μάθημα πολιτικής ιστορίας. Η ποιότητα της δημοκρατίας σε μια χώρα δεν εξαρτάται από τη συχνότητα προσφυγής στην ετυμηγορία των πολιτών, αλλά πρωταρχικά από το κατά πόσο το εκλογικό αποτέλεσμα μπορεί να επηρεάσει τις θεμελιώδεις επιλογές του κράτους. Δυστυχώς, οι εκλογικές αναμετρήσεις της τελευταίας εξαετίας έχουν καταδείξει ότι η λαϊκή κυριαρχία στις καίριες αποφάσεις οικονομικής πολιτικής εκχωρήθηκε, σταδιακά και αθόρυβα, με τον ακατάσχετο δανεισμό των τελευταίων δεκαετιών. Μέχρι να αποκατασταθεί αυτή η οικονομική ανισορροπία, οι εκλογικές αναμετρήσεις θα παραμείνουν ένα πεδίο επιλογής κυρίως προσώπων και όχι μέτρων πολιτικής.
Στις εκλογές του 1981 ένα κεντρώο κόμμα καλούσε στην προεκλογική του καμπάνια τους ψηφοφόρους να διαβάσουν τις θέσεις του για να απαντήσουν στο ερώτημα «Μήπως είστε ΚΟΔΗΣΟ;». Σήμερα οι ψηφοφόροι θα χρειαστούν λιγότερη μελέτη, ενώ η απάντηση στο αντίστοιχο ερώτημα έχει πια ελάχιστη βαρύτητα. Το Μνημόνιο είναι ήδη εδώ και η επόμενη κυβέρνηση θα το εφαρμόσει, όποια και να είναι. Όσο για τη «Γιορτή της Δημοκρατίας», όπως αποκαλούσαν κάποτε κατ’ ευφημισμόν τις εκλογές, θα παραμείνει περισσότερο γιορτή και λιγότερο δημοκρατική έκφραση.
@ Ο Θ. Κουτρούκης είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θράκης και ΔΕΝ είναι υποψήφιος στις εκλογές