Τα άγνωστα τραγούδια του Νικόλα Άσιμου 26 χρόνια μετά την αυτοκτονία του – Ακούστε το «αρνήθηκα πολλά»



“Μου το ‘χες τάξει, το θυμάμαι/ Πώς θα γίνουν αλλαγές/  Μα ως πότε αυτοί που αγαπάνε/ Θα σου γιατρεύουν τις πληγές…”.

Οι στίχοι αυτοί ανήκουν στον Νικόλα Άσιμο και δεν έχουν ακουστεί ποτέ μέχρι σήμερα.

Είκοσι έξι σχεδόν χρόνια μετά το πρωινό εκείνο της 17ης Μαρτίου του 1988 που ο αντισυμβατικός τραγουδοποιός με το σπάνιο ταλέντο ξεκίνησε για τη μεγάλη “Βόλτα” χωρίς επιστροφή, έρχεται στο φως ένα μουσικό ντοκουμέντο με μεγάλη αξία, μια σειρά από ανέκδοτα τραγούδια του, τα περισσότερα από τα οποία γράφτηκαν τους τελευταίους μήνες της ζωής του.

Όπως γράφει σήμερα το “Έθνος”, αυτά  τα κομμάτια, μαζί με άλλα γνωστά του, τα οποία όμως είναι εντελώς “πειραγμένα” από τον ίδιο τόσο στη μουσική όσο και στον στίχο, θα περιλαμβάνει το συλλεκτικό βινύλιο με τίτλο “Αρνήθηκα πολλά” που θα κυκλοφορήσει στις 17 Νοεμβρίου από την Β-Otherside Records σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων.

Οι ηχογραφήσεις αυτές έγιναν στο μαγαζάκι του Άσιμου, στην οδό Καλλιδρομίου 55, στον “χώρο προετοιμασίας”, όπως συνήθιζε να το αποκαλεί. Μετά την αυτοκτονία του οι αστυνομικές αρχές κατέσχεσαν τις κασέτες αυτές, μαζί με κάποια άλλα προσωπικά του αντικείμενα. Κι έτσι τα τραγούδια έμειναν στην Ασφάλεια μέχρι το 1988.

 

 

Η προσπάθεια συγκέντρωσης και έκδοσης αυτού του ανέκδοτου μουσικού υλικού ξεκίνησε πριν από περίπου δύο χρόνια και δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Αφού πρώτα εξασφαλίστηκε η άδεια από την κόρη του Άσιμου, τη Λίλιαν Χαριτάκη, η οποία είναι και η διαχειρίστρια του πνευματικού του έργου, επιστρατεύθηκαν πολλοί παλιοί συνεργάτες του προκειμένου το τελικό αποτέλεσμα να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά σε εκείνο που ο ίδιος θα επιθυμούσε.

Ακούστε το “αρνήθηκα πολλά”:

 

 

Αρνήθηκα πολλά για το χατίρι σου

Πάρα πολλά

Δεν ξαναπίνω πια απ’ το ποτήρι σου

Ούτε γουλιά

Έλεος δε ζητώ ποτέ, παλιόκοσμε

Δε μοιάζουμε κι αν θέλεις ξαναχώσε με

Στις φυλακές

Που είναι για τους ασώματους

Βαρέθηκα να βλέπω τέτοιους κόμματους

Μου το ‘χες τάξει, το θυμάμαι

Πως θε να γίνουν αλλαγές

Μα ως πότε αυτοί που αγαπάνε

Θα σου γιατρεύουν τις πληγές.

Το παραπάνω κομμάτι είχε διαρρεύσει στο διαδίκτυο πριν από μερικά χρόνια και εμπεριέχεται στη νέα συλλογή για τον Νικόλα Άσιμο.

Σε κασετοφωνάκι

Οι ηχογραφήσεις των 15 συνολικά τραγουδιών που θα περιλαμβάνει το συλλεκτικό βινύλιο είχαν γίνει σ’ ένα απλό κασετοφωνάκι. Οι εκτελέσεις λιτές, μόνο κιθάρα-φωνή. Και ο ήχος, όπως ήταν αναμενόμενο, προβληματικός.

Σε κάποιο τραγούδι μάλιστα ακουγόταν και η φωνή ενός πωλητή της λαϊκής αγοράς που γινόταν κάθε εβδομάδα στην Καλλιδρομίου να φωνάζει “πορτοκάλια, λεμόνια”. Αυτός ο ίδιος άνθρωπος συνεχίζει μέχρι σήμερα να πουλά τα προϊόντα του στο ίδιο ακριβώς σημείο…

Όπως είπε στο “Έθνος” ο υπεύθυνος της παραγωγής, Δημήτρης Βασιλειάδης, χρειάστηκαν αμέτρητες ώρες επεξεργασίας προκειμένου να πετύχουν το καλύτερο δυνατό ηχητικό αποτέλεσμα. Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως η αξία του συγκεκριμένου δίσκου δεν έχει να κάνει με τον ήχο, αλλά με τη σημαντικότητα του ανέκδοτου υλικού του καλλιτέχνη που έγραψε τη δική του αντισυμβατική μουσική ιστορία.

Τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου είναι γνωστά, τουλάχιστον όσον αφορά στους τίτλους τους. Ωστόσο, στις συγκεκριμένες ηχογραφήσεις ακούγονται τελείως διαφορετικά, και μουσικά και στιχουργικά.

 

 

Ο Άσιμος αρεσκόταν στο να «πειράζει» τα τραγούδια του. Ένιωθε πως με αυτόν τον τρόπο τα εξελίσσει. Ετσι λοιπόν υπάρχουν τραγούδια του όπως ο «Μπαγάσας», το «Καταρρέω», το «Αγαπάω κι Αδιαφορώ», το «Γιουσουρούμ» που τα ηχογράφησε τους τελευταίους μήνες της ζωής του σε εντελώς διαφορετικές εκδοχές, οι οποίες παρουσιάζονται επίσης για πρώτη φορά.

Όλοι αυτοί οι «πειραγμένοι» στίχοι συμπεριλαμβάνονται στο τετρασέλιδο ένθετο του δίσκου πλαισιωμένοι από μια σειρά ανέκδοτων φωτογραφιών του Νικόλα Άσιμου από διάφορες περιόδους της σύντομης αλλά γεμάτης ζωής του.

Το εικαστικό εξώφυλλο έχει φιλοτεχνήσει ο σκηνοθέτης και στιχουργός Γιώργος Κορδελάς, ο οποίος υπήρξε στενός φίλος με τον Άσιμο. Στόχος της εταιρείας πάντως είναι να κυκλοφορήσει στο μέλλον το σπάνιο αυτό μουσικό υλικό και σε Cd με την προσθήκη κάποιων ακόμη διαφορετικών εκδοχών των τραγουδιών του Νικόλα Άσιμου.

 

ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΤΟΥ

Εφυγε για την Αθήνα κυνηγώντας τα όνειρά του

«Από τότε που ήμασταν παιδιά ο Νικόλας ήταν για μένα το μεγάλο μου ίνδαλμα» μας εξομολογείται ο αδελφός του Άσιμου, Δημήτρης Ασημόπουλος. Ήταν το μικρότερο από τα τρία αγόρια της οικογένειας και επτά χρόνια μικρότερος από τον Νικόλα.

Παρ’ όλα αυτά η προσωπικότητα του αδελφού του τον σημάδεψε ανεξίτηλα κι ας πέρασαν τα περισσότερα χρόνια τους ο ένας μακριά απ’ τον άλλο. Γιατί ο Νικόλας έφυγε για την Αθήνα, κυνηγώντας τα όνειρά του, κι ο Δημήτρης δεν έφυγε ποτέ από την Κοζάνη.

 

«Πώς ήταν σαν παιδί ο Νικόλας» τον ρωτάμε; «Ήταν πάντα ένα πολύ κοινωνικό άτομο, μπροστάρης σε όλα, πάντα η ψυχή της παρέας» μας απαντά και συμπληρώνει: «Η καλλιτεχνική του φύση φάνηκε από μικρή ηλικία. Πρώτος πάντα σε όλες τις σχολικές παραστάσεις, έπαιζε, τραγουδούσε, έγραφε ποιήματα. Στα φοιτητικά χρόνια φάνηκε πλέον ξεκάθαρα πως θα ακολουθούσε καλλιτεχνικό δρόμο».

Οι γονείς τους αντέδρασαν έντονα όταν τους ανακοίνωσε την απόφασή του να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να πάει στην Αθήνα. Είχαν άλλα όνειρα για το παιδί τους. Λίγα χρόνια αργότερα όμως θα καταλάβαιναν πως ήταν γεννημένος για την τέχνη.

Παράπονο

Το μεγάλο παράπονο του αδελφού του Άσιμου είναι πως δεν τον είδε ποτέ να παίζει ζωντανά στην Αθήνα. Μόνο σε δύο εκδηλώσεις στην Κοζάνη είχε την ευκαιρία να τον παρακολουθήσει. «Την τελευταία του εμφάνιση στην Κοζάνη, το 1986, δεν θα την ξεχάσω ποτέ… Εκείνη τη μέρα ένιωθα πως απελευθερώθηκα» μας εξομολογείται ο ίδιος.

Όσο για τους λόγους που ώθησαν τον Άσιμο να τερματίσει τη ζωή του; «Πέρασε πολλές δύσκολες στιγμές αλλά άντεξε. Πιστεύω πως εκείνο που τον πίεσε πολύ ήταν η μεγάλη δημοσιότητα που πήρε, ειδικά μετά τον δίσκο που έκανε με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

 

 

Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ακόμη και μέσα στους κύκλους των συνεργατών του δεν έβρισκε πλέον ανθρώπους που να τον καταλαβαίνουν και να ασπάζονται τον δικό του κώδικα αξιών τον οδήγησαν στον θάνατο, για τον οποίον μιλούσε συχνά λες και ήταν εξοικειωμένος μαζί του» εκτιμά ο Δημήτρης Ασημόπουλος και καταλήγει: «Ο,τι κι αν έκανε ο Νικόλας δεν έπεσε ποτέ στα μάτια μου. Είμαι πάντα περήφανος γι’ αυτόν».

Συγκλονιστική όμως είναι και η προσωπική κατάθεση που κάνει ο ψυχίατρος και ποιητής Σωτήρης Παστάκας, ο οποίος έκανε την ειδικότητά του στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθηνών όπου νοσηλεύτηκε ο Νικόλας Άσιμος το 1987:

«Ο κ. Ασημόπουλος, μεγαλέμπορος απ’ την Κοζάνη, έσπειρε τον πανικό σε γιατρούς και προσωπικό, όταν εμφανίστηκε στο Περίπτερο 14, στο ΨΝΑ. Μετά από έναν μήνα σωστό, έμαθε επιτέλους πως ο γιος του νοσηλευόταν στο Δαφνί, και με όλες τις καλές προθέσεις, ήρθε για να τον μεταφέρει αλλού. Ρώτησε. Του είπαν για κάποια κλινική στα Βόρεια Προάστια.

Η αντίδραση των θεραπόντων ήταν η κλασική: γιατί να τον πάρετε, πώς; θα το μετανιώσετε. Αλήθεια, έλεγαν. Παρότι ολίγων μηνών ειδικευόμενος, είχα ακόμη στη μύτη μου τη μυρουδιά της αποχέτευσης που έβγαινε απ’ όλα τα κτίρια του τότε Δαφνιού, απ’ τα οποία φυσικά δεν εξαιρούνταν το δικό μας. Εξήντα κρεβάτια στη σειρά, τα περισσότερα κολλημένα το ένα στο άλλο… χωρίς κομοδίνα, ντουλάπες… πού να βάλεις τα ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα και τι ιδιωτική ζωή να διασώσεις, όταν έπρεπε να περάσεις πάνω απ’ τις στύσεις των άλλων για να βρεις δάπεδο να ισιώσεις!

 

 

”Μα, βρωμάει”, επαναλάμβανε ο κ. Ασημόπουλος κι είχε δίκιο. ”Δεν βρωμάει” απαντούσαν οι διευθυντές μου, κι είχαν κι αυτοί δίκιο, γιατί απλώς είχε συνηθίσει το αισθητήριο της όσφρησης στη βρώμα και δεν την αντιλαμβανόταν.

Η κλασική περίπτωση στην Ψυχιατρική, όπου έχουν δίκιο και οι δύο. Οι ψυχίατροι, έχοντας ταπωμένα όλα τα αισθητήρια όργανα, έμειναν στάσιμοι και στην προσωπική τους ζωή, και ως πρόσωπα αυθύπαρκτα κι ως χαρακτήρες…

Ο κ. Ασημόπουλος κατάφερε τελικώς να αποσπάσει τον γιο του απ’ το περίπτερο 14. Άσχετα αν ο γιος του, ο Νικόλας, εκεί ήταν βασιλιάς: στον ένα μήνα νοσηλείας του είχε κατακτήσει τους υπόλοιπους 59. Άλλος του έφερνε τις παντόφλες, άλλος τον καφέ, άλλος την κιθάρα του.

Τον έβαλε σε ένα μονόκλινο στην καλύτερη Ψυχιατρική Κλινική (όπως του είχαν πει), εκεί στα βόρεια. Ένα κελί, χωρίς παράθυρο. Χωρίς τρελούς φίλους. Χωρίς κιθάρα. Τον έβγαλε ύστερα από κει με ιατρογενή κατάθλιψη και καθηλωμένο από τα νευροληπτικά, να μην μπορεί να παίξει ούτε ένα ακόρντο: δεν λύγιζαν τα δάκτυλά του, έτρεμαν. Με τρεμάμενα δάκτυλα ο Νικόλας κατάφερε να φτιάξει μόνο τη θηλιά του».

Πηγή: Έθνος

Σχολιάστε

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.