Η απόσπαση του ΑΔΜΗΕ από τη ΔΕΗ, και μάλιστα με όρους απολύτως ασύμφορους, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε για λόγους δημοσιονομικούς, με δεδομένη την αξία και τη σημασία του Συστήματος Μεταφοράς, η δε παρουσία του όποιου ιδιώτη δεν πρόκειται να συμβάλει, το αντίθετο μάλιστα, στη μείωση της τιμής της KWH.
Ας αναλογιστούμε ότι ο Ομιλος ΔΕΗ είναι τεράστιο μέγεθος για την οικονομία και την παραγωγική βάση της χώρας μας. Είναι η μεγαλύτερη βιομηχανία παρά τα προβλήματα που της έχουν δημιουργήσει και τα πλήγματα που της έχουν επιφέρει
Ολοι οι καταναλωτές έχουν βιώσει τις πολύ μεγάλες αυξήσεις των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, πλήγμα για την κοινωνία, την οικονομία και την ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο κάποιοι όμιλοι κέρδισαν. Οι εργαζόμενοι στην ΔΕΗ αντιστέκονται στα καταστροφικά σχέδια της κυβέρνησης
Ολοι οι καταναλωτές έχουν βιώσει τις πολύ μεγάλες αυξήσεις των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, πλήγμα για την κοινωνία, την οικονομία και την ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο κάποιοι όμιλοι κέρδισαν. Οι εργαζόμενοι στην ΔΕΗ αντιστέκονται στα καταστροφικά σχέδια της κυβέρνησης
Ας δούμε τα γεγονότα:
1. ΠΩΛΕΙΤΑΙ Ο ΑΔΜΗΕ (το 66% του μετοχικού κεφαλαίου), εταιρεία 100% θυγατρική της ΔΕΗ, η οποία κατέχει, αναπτύσσει και λειτουργεί το Σύστημα Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας: Γραμμές Υψηλής και Υπερυψηλής Τάσης (11.000 χλμ. μήκους), κέντρα Υπερυψηλής Τάσης, Κέντρο Κατανομής Φορτίου, εγκαταστάσεις συντηρήσεων και κατασκευών κ.λπ.
Πρόκειται για εθνική υποδομή μείζονος σημασίας, και περιουσιακό στοιχείο της ΔΕΗ ανεκτίμητης αξίας. Ως φυσικά μονοπώλια τα δίκτυα αποτελούν τα σημαντικότερα περιουσιακά στοιχεία (assets) των επιχειρήσεων ηλεκτρισμού.
Με οικονομικούς όρους η αξία του ελληνικού δικτύου μεταφοράς είναι τεράστια. Μόνο η αναπόσβεστη αξία του (netbook value) στις 31.12.2012 ανερχόταν στα 1,545 δισ. ευρώ. Η δε αξία αντικατάστασης είναι πολλαπλάσια. Και βέβαια δεν πρέπει να παραλειφθεί η αξία «άυλων» στοιχείων όπως η υψηλότατης στάθμης, με διεθνή στάνταρντς, τεχνογνωσία, οργάνωση και εμπειρία.
Η απόσπαση του ΑΔΜΗΕ από τη ΔΕΗ, και μάλιστα με όρους απολύτως ασύμφορους (με επιεικέστατο χαρακτηρισμό) θα αποτελέσει καίριο πλήγμα για τον Ομιλο ΔΕΗ.
Δεν μπορεί να δικαιολογηθεί στα σοβαρά ούτε για λόγους δημοσιονομικούς, με δεδομένη την αξία και τη σημασία του Συστήματος Μεταφοράς, η δε παρουσία του όποιου ιδιώτη δεν πρόκειται να συμβάλει, το αντίθετο μάλιστα, στη μείωση της τιμής της KWH: το κόστος μεταφοράς ανέρχεται μόλις στο 4% του συνολικού. Εξάλλου ο βασικός παράγοντας διαμόρφωσής του είναι το κόστος κεφαλαίου, πράγμα που σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο οιοσδήποτε ιδιώτης επιδιώκει ανάκτηση των επενδυόμενων κεφαλαίων σε πολύ μικρότερο χρόνο απ’ ό,τι μέχρι σήμερα η ΔΕΗ, συνεπάγεται αύξησή του.
2. ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ «ΜΙΚΡΗΣ ΔΕΗ» και πώλησή της στους ιδιώτες κατά 100%, με απόσπαση από τη ΔΕΗ του 30% των καθετοποιημένων δραστηριοτήτων της: λιγνιτωρυχεία – σταθμοί παραγωγής – εμπορία (πελάτες).
Πρόκειται για εξαιρετικά μεγάλης έκτασης επέμβαση στη δομή και λειτουργία της ΔΕΗ. Τα διακυβεύματα είναι τεράστια. Το ελάχιστο που θα περίμενε η ελληνική κοινωνία είναι μια επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη για τις επιπτώσεις και τις προοπτικές. Αντί γι’ αυτό αιτιολογική βάση είναι γενικότητες και θέσφατα του τύπου «ανάγκη ιδιωτικοποιήσεων» και «λειτουργία του ανταγωνισμού».
Στο πλαίσιο του παρόντος περιοριζόμαστε να αναφέρουμε κάποιες από τις ανησυχίες και προβληματισμούς των αρμόδιων στελεχών της ΔΕΗ, τα οποία βέβαια ουδέποτε κλήθηκαν να διατυπώσουν τις απόψεις τους.
Η διάσπαση της συνεκτικής, μεταλλευτικά, ενότητας της περιοχής Πτολεμαΐδας – Αμυνταίου θα προκαλέσει αξεπέραστα λειτουργικά προβλήματα με σοβαρότατες οικονομικές επιπτώσεις.
Διαγράφονται σοβαρότατοι κίνδυνοι υπολειτουργίας ή μη εκμετάλλευσης σημαντικών λιγνιτικών κοιτασμάτων (Αμύνταιο – Κομνηνά κ.λπ.) και απαξίωσης πανάκριβου πάγιου εξοπλισμού ορυχείων, ικανού να λειτουργήσει για δεκαετίες.
Χαρίζεται η πλέον σύγχρονη και σκανδαλωδώς ακριβοπληρωμένη λιγινιτική Μονάδα της Φλώρινας (ΑΗΣ Μελίτης) με όλη την πανάκριβη υφιστάμενη υποδομή για ανέγερση και δεύτερης Μονάδας. Πόσο θα αποτιμηθούν αυτά;
Ακυρώνονται οι υφιστάμενες δυνατότητες συνεργειών και οικονομικών κλίμακας, στην εκμετάλλευση των Σταθμών και των Ορυχείων με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις.
Παραδίδονται σε ιδιώτες Υδροηλεκτρικοί Σταθμοί, οι οποίοι εκτός των άλλων, συνιστούν υποδομές πολλαπλού σκοπού, δηλαδή κατ’ εξοχήν δημοσίου συμφέροντος (ύδρευση – άρδευση – παραγωγή ηλεκτρισμού).
Ας αναλογιστούμε ότι το 1975 η Πολιτεία, πολιτευόμενη για το δημόσιο συμφέρον, προκειμένου να επιτευχθούν συνέργειες και οικονομίες κλίμακας, ενέταξε τα ιδιωτικά ορυχεία της ΛΙΠΤΟΛ στη ΔΕΗ, πράγμα που έδωσε τεράστια ώθηση στην εκμετάλλευση των λιγνιτικών κοιτασμάτων της Δυτ. Μακεδονίας και συνακόλουθα στην παραγωγή Η.Ε.
3. ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΣΕ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΕΠΕΝΔΥΤΗ το 17% του μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ, που θα απομείνει μετά την απόσχιση της «Μικρής ΔΕΗ» με ταυτόχρονη παραχώρηση του management.
Τα ανωτέρω συνιστούν «κοσμογονικές» αλλαγές στον τομέα του ηλεκτρισμού στη χώρα μας. Πέραν των επιπτώσεων που ήδη αναφέρθηκαν, συνεπάγονται την ουσιαστική απόσυρση του Δημοσίου απ’ αυτόν τον καίριας σημασίας για την οικονομία και την κοινωνία τομέα, και αποστερούν από την πολιτεία ένα πολύτιμο εργαλείο άσκησης κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής, όπως είναι ο Ομιλος ΔΕΗ.
Ας αναλογιστούμε εν προκειμένω ότι ο Ομιλος ΔΕΗ είναι τεράστιο μέγεθος για την οικονομία και την παραγωγική βάση της χώρας μας. Είναι η μεγαλύτερη βιομηχανία, και παρά τα προβλήματα που της έχουν δημιουργήσει και τα πλήγματα που της έχουν επιφέρει οι ασκηθείσες την τελευταία τουλάχιστον 20ετία πολιτικές, σε όλα τα πεδία δραστηριότητάς της, παραμένει ο μεγαλύτερος επενδυτικός φορέας, στήριγμα της παραγωγής και της εν γένει οικονομικής δραστηριότητας.
Ανταγωνισμός: μύθοι και πραγματικότητα
Υποτίθεται ότι η «τμηματοποίηση» της παραγωγικής βάσης της ΔΕΗ και η πώλησή της στο ιδιωτικό κεφάλαιο, όπως περιγράφηκε, θα αυξήσει τον αριθμό των «ισχυρών παικτών» της αγοράς και θα τονώσει τον ανταγωνισμό.
Ποια σχέση έχουν αυτά με την πραγματικότητα; Και το κυριότερο, θα οδηγήσουν σε μείωση του κόστους παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας που είναι και το κατ’ εξοχήν ζητούμενο, ιδιαίτερα για τη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία και την κοινωνία, που υποφέρει;
Θεμελιώδης αιτιολογική βάση της οδηγίας της Ε.Ε. για την απελευθέρωση της αγοράς είναι «να απολαμβάνουν όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες το αγαθό της ηλεκτρικής ενέργειας με τη μέγιστη ποιότητα και το ελάχιστο κόστος». Ωστόσο η πραγματικότητα, έπειτα από περίπου 15 χρόνια, κάθε άλλο παρά δικαίωσε αυτές τις προσδοκίες.
Δεν έχει υπάρξει περίπτωση μείωσης των τιμών ούτε και στις χώρες της Ε.Ε., στις οποίες οι συνθήκες είναι οι πλέον ευνοϊκές για τη λειτουργία της αγοράς, όπως μεγάλες καταναλώσεις, ύπαρξη πολλών διασυνδέσεων με γειτονικές χώρες και συνεπώς πρόσβαση σε μεγάλα κέντρα και επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας κ.λπ.
Λόγω των ιδιαιτεροτήτων του προϊόντος του ηλεκτρισμού, όπως αδυναμία αποθήκευσης, υψηλές διακυμάνσεις τιμών, μικρή ελαστικότητα της ζήτησης, δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά ο ανταγωνισμός και είναι αναπόφευκτη η δημιουργία ολιγοπωλιακών καταστάσεων. Πράγματι στην Ε.Ε. επτά (7) επιχειρήσεις ελέγχουν πάνω από τα 2/3 της ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. σχετικά άρθρο του μηχανικού της ΔΕΗ κ. Ξ. Μιχαηλίδη στην «Ε» στις 6.4.2014).
Οι συνέπειες
Στη χώρα μας οι ανωτέρω αρνητικές συνέπειες εκδηλώνονται ακόμη πιο έντονα. Ολοι οι καταναλωτές έχουν βιώσει τις πολύ μεγάλες αυξήσεις των τιμών της Η.Ε., πλήγμα για την κοινωνία, την οικονομία και την ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο κάποιοι όμιλοι κέρδισαν. Οπως αναφέρει σε άρθρο του ο καθ. Π. Ευθύμογλου, αντιπρόεδρος της ΔΕΗ τη διετία 2007-2009, στην Ελλάδα εξαιτίας της θέσης της και της απόστασής της από τα μεγάλα κέντρα παραγωγής και κατανάλωσης Η.Ε., σε συνδυασμό με το μικρό μέγεθος της εγχώριας αγοράς, δεν είναι δυνατό να αναπτυχθούν μηχανισμοί και δυνάμεις προσφοράς και ζήτησης, ώστε να υπάρξει ολοκληρωμένη λειτουργία της αγοράς και του ανταγωνισμού.
Εξάλλου, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνουν οι Δ. Παπαμαντέλος, διοικητής της ΔΕΗ από το 1981 μέχρι το 1985, και Κ. Γιωτόπουλος, τ. γενικός διευθυντής Οικονομικού της ΔΕΗ τη 10ετία του 1980, σε άρθρο τους στην «Ε» στις 16/3/2014, καθοριστικοί παράγοντες στο κόστος παραγωγής του ηλεκτρισμού είναι το κόστος καυσίμου και το κόστος κεφαλαίου, ενώ η συμμετοχή του κόστους εργασίας είναι πολύ μικρή.
Αυτό εξηγεί τη μεγάλη αύξηση του κόστους παραγωγής Η.Ε. τα τελευταία χρόνια, καθώς η συμμετοχή της λιγνιτικής παραγωγής περιορίστηκε από το 78% στο 48%, με αντίστοιχη άνοδο της παραγωγής από φυσικό αέριο, το κόστος της οποίας είναι περίπου διπλάσιο της λιγνιτικής, καθώς και από τις ΑΠΕ με τις γνωστές εξωφρενικές τιμές. Κι αυτό παρά τις μεγάλες μειώσεις των μισθολογικών δαπανών της τάξης του 40% σε σχέση με το 2009.
Σε ό,τι αφορά στο κόστος κεφαλαίου, μια επιχείρηση σαν τη ΔΕΗ, ακόμη και με τη μορφή Α.Ε. σε συνθήκες -αθέμιτου- ανταγωνισμού, αποδέχεται να ανακτά τα κεφάλαια που επενδύει στα έργα της, ως λογική απόδοση, σε 25 χρόνια. Αυτό συνεπάγεται μείωση των αποσβέσεων με ανάλογες ευεργετικές επιπτώσεις στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας.
Είναι δεδομένο ότι κανένας ιδιωτικός φορέας δεν επενδύει με προοπτική ανάκτησης των κεφαλαίων του πλέον των 10-12 ετών στην καλύτερη περίπτωση.
Γιατί λοιπόν προωθούνται αυτά τα σχέδια;
Μετά την ανάλυση που προηγήθηκε, το ερώτημα προβάλλει αμείλικτα. Ωστόσο η απάντηση είναι πολύ απλή και αδιαμφισβήτητη.
Η διαρκής αύξηση της ζήτησης Η.Ε. μέχρι και το 2009 προκάλεσε ένα επενδυτικό κύμα με ανάπτυξη μονάδων παραγωγής Η.Ε. από ιδιώτες με καύσιμο φυσικό αέριο. Η προτίμηση στο φυσικό αέριο οφείλεται στο χαμηλό σχετικά κόστος επένδυσης (3-4 φορές μικρότερο του λιγνίτη). Αν και η προσφορά μετά βίας κάλυπτε τη ζήτηση, την ίδια περίοδο, η ΔΕΗ, με διάφορες παρεμβάσεις και μεθοδεύσεις εμποδιζόταν να κατασκευάσει δικές της μονάδες, ακόμη και να αντικαταστήσει παλιές χωρίς να προσθέσει νέα ισχύ.
Η ύφεση ωστόσο που ακολούθησε με τη μεγάλη μείωση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, σε συνδυασμό με τη ραγδαία εισαγωγή των ΑΠΕ, έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση πλήρους ανισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.
Η παραγωγική ικανότητα (ισχύς) των συμβατικών Μονάδων ΔΕΗ και ιδιωτών ανέρχεται σήμερα σε 13.074 MW. Σ’ αυτή πρέπει να προστεθεί και η επικείμενη να ενταχθεί Μονάδα Φ.Α. στη Μεγαλόπολη ισχύος 800 MW , και η ισχύς των ΑΠΕ η οποία ανέρχεται σε 4.390 MW (2.380 MW Φ/Β και 1.500 MW αιολικά). Στον αντίποδα η μέση ζήτηση ανέρχεται στα 6.000 MW, με αιχμή (μικρές περιόδους του έτους) τα 9.150 MW.
Εύλογα τίθεται το ερώτημα: πώς επιβιώνουν οι παραγωγοί, ιδιαίτερα οι ιδιώτες, σε αυτές τις συνθήκες;
Η απάντηση βρίσκεται στα ειδικά μέτρα- στρεβλώσεις της αγοράς σε βάρος της ΔΕΗ και των καταναλωτών – τα οποία έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα . Αυτά είναι γνωστά σε όλους όσοι ασχολούνται με τον Τομέα, ομολογήθηκαν δε με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο από τον πρόεδρο της ΡΑΕ κ. Βασιλάκο σε άρθρο του στο «Βήμα» στις 7/4/2014.
Στρεβλώσεις
Στο πλαίσιο του παρόντος περιοριζόμαστε να αναφέρουμε τις δύο βασικότερες στρεβλώσεις: τα Πιστοποιητικά Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ) και το Μηχανισμό Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους (ΜΑΜΚ).
Με το μηχανισμό των ΑΔΙ(Αποδεικτικo Διαθεσιμότητας Ισχύοs) κάθε παραγωγός αποζημιώνεται από τους προμηθευτές Η.Ε. με ένα πάγιο ποσό το χρόνο για κάθε Μονάδα παραγωγής που κατέχει, ανεξάρτητα εάν η Μονάδα αυτή παράγει ή όχι.
Το ποσό αυτό είναι σήμερα 56.000 ευρώ ανά εγκατεστημένο MW, και σε κάποιες περιπτώσεις 90.000 ευρώ.
Ετσι για μια Μονάδα Φυσικού Αερίου ισχύος 300 MW ο ιδιοκτήτης εισπράττει κάθε χρόνο 17-18 εκατ. ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι σε περίπου 10 χρόνια ανακτά το κεφάλαιο που επένδυσε, ακόμη και χωρίς να χρειαστεί να παραγάγει ούτε μια κιλοβατώρα.
Με βάση το ΜΑΜΚ(Μηχανισμού Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους) οι Μονάδες Παραγωγής θα πρέπει να λειτουργούν στα λεγόμενα «τεχνικά ελάχιστα» και την παραγόμενη Ηλεκτρική Ενέργεια να την αγοράζει, υποχρεωτικά, το σύστημα με τιμή ίση με το μεταβλητό κόστος (καύσιμο) συν 10%. Αυτό σημαίνει ότι, ανεξάρτητα από τη ζήτηση, οι παραγωγοί πωλούν το 50%-60% της ενέργειας που μπορούν να παράγουν με ένα εύλογο κέρδος.
Συνεπεία των ανωτέρω, και των λοιπών στρεβλώσεων της αγοράς οι ιδιώτες παραγωγοί επιδοτούνται από τη ΔΕΗ, λόγω του ότι είναι ο μοναδικός προμηθευτής (98% μερίδιο αγοράς) των καταναλωτών και ως εκ τούτου και ο μοναδικός αγοραστής της παραγόμενης Η.Ε., με 300-350 εκατ. ευρώ το χρόνο. Προφανώς τα ποσά αυτά μετακυλίονται στους καταναλωτές μέσω της τιμής της KWH.
Δεν υπάρχει προηγούμενο σε άλλο κλάδο της οικονομίας, π.χ. κλωστοϋφαντουργία, οι επιχειρηματίες, λόγω της μειωμένης ζήτησης, να επιδοτούνται από το κράτος για την ύπαρξη των εγκαταστάσεών τους, και ταυτόχρονα το κράτος να υποχρεώνει τους πολίτες να αγοράζουν το 50%-60% της παραγωγής τους.
Δύο προοπτικές
Είναι προφανές ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί. Αλλωστε αυτό ομολογείται πλέον από επίσημα χείλη. Εάν αποκλείσουμε την επάνοδο σε καθεστώς κρατικού μονοπωλίου, υπάρχουν δύο (2) προοπτικές.
1) Να αρθούν όλες οι στρεβλώσεις της αγοράς, και κάθε παραγωγός να αναζητήσει, όπως γίνεται σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, πελάτες.
Αλλωστε υπάρχουν όλες οι τεχνικές και θεσμικές προϋποθέσεις γι’ αυτό, και μάλιστα το κράτος, μέσω της ΔΕΗ, δηλαδή οι πολίτες, έχει καταβάλει σημαντικό τίμημα: δημιουργήθηκαν με απόσχιση από τη ΔΕΗ ο ΑΔΜΗΕ(Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας) και ο ΔΕΔΔΗΕ (Ο Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ) είναι ανώνυμη εταιρεία, θυγατρική της ΔΕΗ, η οποία είναι και ο μοναδικός (100%) ιδιοκτήτης της. Συστάθηκε με το Ν. 4001/2011, με τον οποίο η Οδηγία 2009/72/ΕΚ της ΕΕ, ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο.
Η εν λόγω οδηγία επιβάλλει το νομικό και λειτουργικό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων της Μεταφοράς και Διανομής από τις καθετοποιημένες ηλεκτρικές επιχειρήσεις όπως η ΔΕΗ.
Ειδικότερα:
Η ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. θα είναι ο Διαχειριστής του Ελληνικού Δικτύου Διανομής ΗΕ (ΕΔΔΗΕ) έχοντας λάβει από τη ΡΑΕ σχετική Άδεια Διαχείρισης. Με την άδεια αυτή θα καθορίζονται, μεταξύ άλλων, τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας και της μη διακριτής συμπεριφοράς της ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ έναντι όλων των χρηστών του Δικτύου.
Η κυριότητα του ΕΔΔΗΕ παραμένει στη ΔΕΗ, η οποία έχει ήδη λάβει σχετική Άδεια Αποκλειστικότητας.), οι οποίοι λειτουργούν απολύτως ελεγχόμενοι ώστε να μην κάνουν διακρίσεις μεταξύ των παραγωγών και των προμηθευτών, τα δε τέλη χρήσης, τόσο του Συστήματος Μεταφοράς όσο και του Δικτύου Διανομής, είναι απολύτως τα ίδια για όλους (ΔΕΗ και Ιδιώτες).
Εάν επιλεγεί η προοπτική αυτή θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ώστε να υπάρξει σημαντική μείωση του κόστους παραγωγής Η.Ε., καθώς θα ελαχιστοποιηθεί η παραγωγή Η.Ε. από φυσικό αέριο το οποίο κοστίζει περίπου διπλάσια από το λιγνίτη.
Η δυνατότητα αυτής της προοπτικής υφίσταται εξαιτίας της ύπαρξης της ισχυρής -ακόμη- ΔΕΗ με τις μεγάλες ικανότητες παραγωγής Η.Ε. από λιγνίτη, νερά κ.λπ.
Είναι προφανές ότι αυτή η προοπτική, ενώ συμφέρει την εθνική οικονομία και το σύνολο της κατανάλωσης, δεν συμφέρει τους ιδιώτες παραγωγούς.
2) Η άρση των στρεβλώσεων με ταυτόχρονη διάλυση της ΔΕΗ. Η προοπτική αυτή με πρόσχημα τη φενάκη του ανταγωνισμού θα έχει τις επιπτώσεις που αναφέρθηκαν προηγούμενα σε βάρος της εθνικής οικονομίας και του συνόλου των καταναλωτών. Θα δώσει ωστόσο την ευκαιρία στα ιδιωτικά συμφέροντα που δραστηριοποιούνται στον τομέα του ηλεκτρισμού και κερδίζουν σε βάρος όλων των άλλων, να αντισταθμίσουν τη ζημιά τους με τη συμμετοχή τους στις διαδικασίες αποδιάρθρωσης και πώλησης της ΔΕΗ.
Ποια προοπτική θα επιλεγεί τελικά; Πιστεύω, ότι από την ανάλυση που προηγήθηκε καταδεικνύεται ότι το πρόβλημα δεν είναι τεχνοκρατικό, αλλά εξόχως πολιτικό.
ΑΡΘΡΟ Του Ε.Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗ
απο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ