Προσπάθησα να ξεφύγω από τη στερεότυπη περιγραφή μιας εκδήλωσης παρουσίασης βιβλίου, αφού πρόκειται για ένα βιβλίο του Βασίλη Καραγιάννη -Β.Π. Καραγιάννη επί το συνηθέστερον και το αναγνωρισιμότερον, ΒΠΚ για λόγους οικονομίας παρόντος κειμένου-.
Τον σκιαγράφησε ο επικεφαλής του τριμελούς διευθυντηρίου των παρουσιαστών -‘φίλος ακλόνητος έκπαλαι’- Σάκης Καραλιώτας.
«…Η όλη του λειτουργία μέσα στο ανθρώπινο γίγνεσθαι είναι ένας ακροβατισμός πάνω σε όρια και αντιφάσεις, όχι εκ των προτέρων διαμορφωμένες… Ο καθένας βλέπει στα γραπτά του και στη συμπεριφορά του τον αυτοσαρκασμό και την αυστηρή σκληρή κριτική, την υποδόρια λειτουργία και την προκλητική έκφραση, τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στον ελιτισμό και το λαϊκισμό, τη λεξιλαγνεία και την ανώτερη αισθητική που διαμορφώνει η γνώση της γλώσσας…
Έτσι κι αλλιώς ο ΒΠΚ όργωσε και οργώνει με το δικό του αλέτρι, το μολύβι και το χαρτί, το μεγάλο χωράφι της ανθρώπινης περιπέτειας στον ευαίσθητο χώρο των γραμμάτων. Μ’ όλες τις αποδοχές και έρωτες των φανατικών φίλων του και τις επιφυλάξεις και αμφισβητήσεις των υπολοίπων. Οι φανατικοί φίλοι του τον αγαπούν και τον θαυμάζουν με κριτική διάθεση, οι επικριτές του να τον ψάξουν λίγο παραπάνω, να τον γνωρίσουν καλύτερα…».
Η «επί της ουσίας» -σύμφωνα με το πρόγραμμα- εισηγήτρια Άννα Κουστινούδη εκ Θεσσαλονίκης, δρ. Αγγλικής Λογοτεχνίας ΑΠΘ, κριτικός λογοτεχνίας κ.λπ., που καθήλωσε το ακροατήριο, ανέφερε ό,τι «… ‘Το σκαληνό τρίγωνο της αμαρτίας’ του ΒΠΚ περιλαμβάνει 16 πεζά κείμενα εν είδει χρονογραφήματος, ταξιδιωτικού οδηγού και διηγήματος, με ιδιαίτερα έντονο το στοιχείο της λογοτεχνικής γεωγραφίας και, όπως και οι δυο προηγούμενες συλλογές, φέρνει τη σφραγίδα του ιδιότυπου ύφους του Κοζανίτη συγγραφέα, τη γραφή του οποίου διακρίνει ένας λόγος πολυσυλλεκτικός, μια πολλαπλότητα γλωσσικών στοιχείων, καθώς επίσης και μια έντονη τάση γι αυτό που ονομάζουμε ανάμειξη λογοτεχνικών ειδών, τα οποία βρίσκονται σε διαλογική σχέση μεταξύ τους.
…Παρούσα στα κείμενα είναι η ποίηση αυτή καθ’ εαυτή, μορφή σπαραγμάτων, προερχόμενα από μείζονες έλληνες και ξένους ποιητές, αλλά και από τους λεγόμενους ελάσσονες ποιητές που επηρέασαν το συγγραφέα, με βασικούς εκπροσώπους το Γιώργο Σεφέρη, το Μανόλη Αναγνωστάκη και το Νίκο Καββαδία, οι οποίοι άλλοτε αποτελούν το κέντρο, ενίοτε όμως και το πρόσχημα της αφήγησης, σε τρία κείμενα της συλλογής, αλλά και ο εκκλησιαστικός λόγος που διαλέγεται με τον ερωτικό λόγο της επιθυμίας, ο οποίος συχνά υιοθετεί το προσωπείο της τελετουργίας και της θρησκευτικής έκστασης, τη γεωμετρία της αμαρτίας, όπως δηλώνει και υποδηλώνει ο τίτλος και το εξώφυλλο του βιβλίου, για να κατακτήσει την απόλαυση, αφήνοντας ταυτόχρονα ερωτικούς υπαινιγμούς πάνω στο σώμα του κειμένου…».
Ο έτερος του διευθυντηρίου της παρουσίασης Αντώνης Παπαβασιλείου από τα Γρεβενά, εκδότης των «Χρονικών Δυτ. Μακεδονίας» με την παρέμβασή του ξεφύλλισε «…Δέκα σημεία εικόνες, δέκα σημεία λογοτεχνικής τρυφερότητας. Ψηφιακές οι εποχές μας κι έχουμε κοινωνικά δίκτυα, αλλά όχι αγαπημένα πρόσωπα.
Όμως βιβλία όπως ‘Το σκαληνό τρίγωνο της αμαρτίας’ του ΒΠΚ μας επιτρέπει να ανοίξουμε άλλα κιτάπια πιο διαπροσωπικά και -γιατί όχι- ερασιτεχνικής αγαπητικής υφής…
224 σελίδες κι εγώ να κολλάω σε γνώριμα γιατάκια, θηρευτής λέξεων και πραγμάτων. Βάζω αρχή με τον λογοτεχνικότερο πλάτανο, αυτόν της Λευκοπηγής, σωστό ορόσημο στην Καραγιάννειο εσώτερη μυθολογία…»
Ο συγγραφέας ΒΠΚ στη συνέχεια, αφού πρώτα ευχαρίστησε τους παρουσιαστές του διευθυντηρίου-πάνελ και τους συντελεστές που βοήθησαν στην έκδοση, με τη χρήση της τεχνολογίας που ενάλλασσε εικόνες στον τοίχο, μας έδωσε επεξηγηματικά κάποιες πτυχές από το βιβλίο. Κλείνοντας αναφερόμενος στο κεφάλαιο «Πόλη παλαιών βιβλίων και νέων χωρικών…» και στον «όσιο Ν.Π.Δελιαλή, όστις διέλαμψε παγκοσμίως στον… τρόπο διαχείρισης, περισυλλογής βιβλίων και άλλων κειμηλίων…» , δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην σημερινή κατάσταση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης , «καρφώνοντας» ό,τι «ο βιβλιοασπάλαξ Ν.Π.Δελιαλής πήρε επάνω του τη Βιβλιοθήκη το 1930 και την έκανε πρώτον πανελλήνιον μέγεθος, για να έχει την τύχη σήμερα να παίζει με το ‘τσικό’ των Βιβλιοθηκών Ελλάδος!…»
Η εκδήλωση έκλεισε -όπως και ξεκίνησε- μουσικά με τον Δημήτρη Γαύρο –‘ρέκτη των ΕΛΤΑ πλέον εδώ, αλλά πρωτίστως πατέρα του κ. Μάριου Γαύρου το γένος Καραγιάννη’- να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει.
Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί γλυπτό του Κώστα Ντιο (‘μέγιστος ζωγράφος και όχι μόνον’).
Διοργανωτές της εκδήλωσης ήταν ο Σύνδεσμος Γραμμάτων και Τεχνών -ο πρόεδρος του Πολυνείκης Αγγέλης χαιρέτησε την εκδήλωση-, το ΣΥΝ-Βιβλιοπωλείο -‘που ήρθε με την ταμειακήν μηχανήν’- και το περιοδικό ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ.
Επίτηδες άφησα για το τέλος τις ενδιάμεσες παρεμβάσεις του ‘αναγνώστη’ Γιάννη Καραχισαρίδη, δντού του ΔΗΠΕΘΕ, ο οποίος διάβασε αποσπάσματα από το βιβλίο, ή για να ακριβολογήσω διάβασε -συμμετέχοντας στο ανατρεπτικό πνεύμα της εκδήλωσης- το ίδιο απόσπασμα μιάμιση σελίδας από το τελευταίο κεφάλαιο 2 φορές! Για να το εμπεδώσουμε καλύτερα!
Συμμετέχοντας και εγώ στο ίδιο ‘παιχνίδι’ το αναπαράγω -τρίτη φορά για τους παρόντες στην εκδήλωση, που είχαν δημιουργήσει το αδιαχώρητο στην αίθουσα του Λαογραφικού Μουσείου, το βράδυ της Δευτέρας 27 Ιανουαρίου 2014-.
«…Κλείνοντας ό,τι ανοίξαμε βήμα ταχύ, γοργό, ταχύτατο ή βραδυβάδιστο, θα έλεγα και τώρα, πως γυρίζουμε όντα ισορροπούντα στον άξονα, στην πόλη μας που την αγαπούμε όλοι – αφού τη ζούμε στην καθημερινότητα της, κι όχι στη νοσταλγία και στη γλυκερή φαντασίωση της· στη χθαμαλή πραγματικότητα, η οποία μας χωνεύει όλους, σώματα-ψυχές στον πεζόδρομο κι αλλαχού της είτε σώματα χώματα στον άγιο Γεώργιο που φράκαρε αχώνευτα… Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να υπάρχουμε σ’ όσους τρόπους και χώρους το μπορούμε, φορές ζώντας κι άλλοτε πάλι ψευτοζώντας, εν τούτοις και εν πρώτοις, είμαστε στο κάθε μέρα της παρόντες κι ανδρείοι, διότι περί αυτού πρόκειται, να τη ζεις στο τώρα της κι όχι να τη νοσταλγείς στο χτες της, όσο κι αν δυσανασχετούμε απ’ την ομοιομορφία της συνήθειας και της αγίας της ρουτίνας, τη σταθερότητα και «Παναγία βόηθα» μη λυθεί απότομα κι άγαρμπα της συνέχειας της το δέρμα. Τι άλλο θέλουμε; Ο κόσμος της, δηλ. ο κόσμος μας, είναι εδώ, με τους οποίους συνορεύουμε, συγχεόμαστε εν ταυτώ, συμφυρόμαστε επί τ’ αυτά, εκόντες άκοντες και με τους πολλούς και με τους λίγους, μέχρι και με τον έναν, όπως και με τους μοναχικούς και τους μοναδικούς. Εχθρούς ημίεχθρους, αγαπημένους εν γένει και εν είδει, κύκλοι αλυσίδας κι όταν κάποτε κάποιος κοπεί -και τι συχνά που κόβονται αυτοί οι κρίκοι γαμώτο;- τότε ξεσπά η οργή για τ’ αναπότρεπτο ή ο θρήνος της απώλειας και εντέλει ζούμε σ’ αυτόν τον τόπο εν τρυφηλή αγανακτήσει με τον μικρόκοσμο της τον γλυκό τον μέγα, αυτόν που μας έλαχε σ’ αυτή τη λοταρία του πάρτα όλα στον ενικό και του βάλτε όλοι στον πληθυντικό αριθμό, πολίτες ενός καταστρώματος γ’ τάξεως, μιας χώρας που καθώς ταξιδεύει ανερμάτιστα ούτε ξέρει που πατά και τι μας γυρεύει.
– Αμήν, όπως πάντα και αεί κ.λπ., κ.λπ.».
Καλοτάξιδο…
Γιώργος Μαστρογιαννόπουλος