Πριν από την ίδρυση της εβδομαδιαίας εμπορικής αγοράς στο Τσοτύλι Βοΐου,είχαν δημιουργηθεί σε όλη την γύρω περιοχή κάποιες αγορές(παζάρια) που υπήρξαν οι πρόδρομοι της αγοράς του Τσοτυλίου.
Υπήρχε η αγορά στην Εράτυρα στη θέση “ΧΟΥΡΙΣΤΡΑ”,και για αυτή ο Μ.Α Καλινδέρης γράφει: “Πριν συστηθεί η εβδομαδιαία αγορά στο Τσοτύλι ,τα χωριά εξυπηρετούντο,κατά τινα άλλην παράδοσιν,με άλλο παζάρι,το λεγόμενο “Βιλαέτι παζάρι”,γινόμενον εις Σέλιτσαν(Εράτυρα) εις την ομαλήν θέσιν”Χουρίστρα” Ν.Δ πλησίον του Μύριχου και κάτω από τα “Κτίσματα”.Κατ΄άλλην παράδοσιν το είς θέσιν Χουρίστρα παζάρι εκαλείτο “Τσιάι Παζάρι”.
Μια επίσης αγορά γίνονταν στην τοποθεσία “Γότσο” του Λουκομίου(Οικισμός κοντά στο Τσοτύλι) η οποία ατόνησε με την ίδρυση της αγοράς Τσοτυλίου.
Ένα άλλο παζάρι γίνονταν, μέχρι το 1803,στα σύνορα των χωριών Μεσόλογγου -Διχειμάρρου,στη θέση “Περδίκα”.Εδώ υπήρχαν Χάνια για την εξυπηρέτηση των εμπόρων και των αγοραστών.Μέχρι και σήμερα οι κάτοικοι του Μεσόλογγου τον τόπο τον λένε “Χάνια”. Οι πέτρινοι πάγκοι,που οι έμποροι έκθεταν τα εμπορεύματα τους,σώζονταν μέχρι και το 1913.
Από την θέση περδίκα το παζάρι μεταφέρθηκε στην Ομαλή στα 1803,όπου υπήρχαν μαγαζιά,φούρνος,σαμαράδες,λουτρά και άλλα πολλά,και έρχονταν και έμποροι κυρίως Εβραίοι από την Καστοριά. Το 1910 έγινε μια προσπάθεια να ξαναγίνει αγορά στην Ομαλή,αλλά απέτυχε,γιατί σε αυτό αντέδρασε ο Αλήμπεης,για να μην έρχονται οι μπέηδες από την γύρω περιοχή και του φιλεύει.Στην Ομαλή για την εξυπηρέτηση των παζαριωτών υπήρχαν 4 χάνια,χωρητικότητας 50 ίππων,και διέθεταν χορτάρι,κριθάρι,σιτάρι. Η αγορά της Ομαλής ατόνησε στα 1833,μετά και την ίδρυση της αγοράς στο Τσοτύλι.
Στην Ήπειρο,την Θεσσαλία,ως και την περιοχή του Μοναστηρίου,είχαν δημιουργηθεί,γύρω από αυτές τις περιοχές,τρεις εβδομαδιαίες αγορές,των Γρεβενών,της Βίγλιστας,και του Τσοτυλίου.
Για να δημιουργηθεί μια αγορά χρειαζόταν ένα κέντρο με ενδοχώρα. Τις προϋποθέσεις αυτές συγκέντρωνε το Τσοτύλι. Η φυσική του θέση εξυπηρετούσε,την εποχή εκείνη,περισσότερα από 250 χωριά και κωμοπόλεις,από την Κόνιτσα,το Επταχώρι,τα Γρεβενά,την Εράτυρα,τη Σιάτιστα,τη Βλάστη,την Πτολεμαΐδα,την Κοζάνη, την Κλεισούρα,την Καστορία,το Άργος Ορεστικό και μέχρι πάνω τη Βίγλιστα.
Το 1833 ύστερα από αίτηση των κατοίκων του Τσοτυλίου και των περιχώρων ο σουλτάνος Μαχμούτ εξέδωσε αυτοκρατορικό φιρμάνι, «Ιραδέν» , που όριζε τη λειτουργία εβδομαδιαίας εμπορικής αγοράς στο Τσοτύλι κάθε Σάββατο.
Το παζάρι άρχιζε ουσιαστικά από την Παρασκευή το βράδυ . Από τα μακρινά χωριά από βραδύς την Παρασκευή κι απ’ τα κοντινά το πρωί του Σαββάτου ξεκινούσαν οι παζαριώτες . Όλοι οι δρόμοι που συγκλίναν προς το Τσοτύλι γεμάτοι: Πεζοπόροι με τον τορβά στον ώμο. Καβαλάρηδες σε γαϊδουράκια, σε άλογα και σε μουλάρια. Συρτάρια από μεγάλα και μικρά ζώα με τους συνοδούς τους για το ζωοπάζαρο . Συνοδοί καραβανιών με εμπορεύματα. Ήταν ένα θέαμα που διαρκούσε χρόνια και ρίζωσε βαθιά στην θύμηση εκείνων που το έζησαν. Γεμάτα τα χάνια την Παρασκευή το βράδυ από παζαριώτες και ζώα. Και μια ανθρωποθάλασσα πλημμύριζε την αγορά από το πρωί του Σαββάτου. Η προσέλευση τόσων παζαριωτών δημιούργησε την ανάγκη της ύπαρξης έργων υποδομής που να είναι κατάλληλα να βοηθήσουν στην άνετη λειτουργικότητα του παζαριού. Ο χώρος που αποκλειστικά ήταν προορισμένος για το παζάρι άρχιζε από το τότε εικονοστάσι της Αγίας Μαρίνας (όπου είναι τώρα η εκκλησία) κατέβαινε προς τα χασαπιά . Περιλάμβανε εκεί το Ατ-Παζάρ (ζωοπάζαρο) και ακολουθώντας την πλατεία της Αγ. Μαρίνας στην ξακουστή Ιτιά όπου ήταν το Σεργκί (έκθεση από εμπορεύματα) κατέβαινε και τελείωνε στο χάνι του Πινέτα.
Ο χώρος αυτός της αγοράς από 3.000-3.500 Τ.μ. είχε καλυφθεί από μαγαζιά κάθε κατηγορίας. Κυριαρχούσαν τα μεγάλα χάνια: Μπουζάνη , Παπούλια, Πινέτα, Δαμαλά, Τσίκαρη, Γάκη κλπ. Τα χάνια διέθεταν φούρνο, εστιατόριο, μικρά δωμάτια για τους παζαριώτες, ελεύθερο χώρο για αυλή, και γύρω-γύρω τα αχούρια και τις αχυρώνες όπου εξυπηρετούνταν τα ζώα.
Η κύρια αγορά ήταν μπροστά από την Αγ. Μαρίνα. Σ’ έναν χώρο από 1800 Τ . μ. ήταν ανεπτυγμένα 130 μαγαζιά μικρά και μεγάλα σε μικρά και μεγάλα οικοδομήματα, που τα μεγαλύτερα ήταν τα εμπορικά του Γεράση Δώσσα, Ρίζου Κατσάνου, Κώστα Φλιώνη, Κωσταντή Ζησόπουλου, Σταμουλά, αδελφών Χατζόπουλου (Χατζιάγα) κλπ. Η διάταξη των μαγαζιών και των σοκακιών εξυπηρετούσε άριστα τις λειτουργικές ανάγκες της αγοράς. Ήταν ένα μεγάλο Μπεζιστένι. Στα μαγαζιά αυτά εκθέτονταν και πωλούνταν υφάσματα, παπούτσια, φακιόλια
και ποδιές, αποικιακά είδη κλπ.
Τα κτήματα αυτά παλαιότερα ανήκαν κατά κυριότητα στους μπέηδες της Λειψίστας, της Ασπρούλας (Βελίστι), του Μαρτσιστίου, Λουκομίου, Πλάζουμης πού κατά καιρούς αγοράσθηκαν από εμπόρους Τσοτυλιώτες, Σιατιστινούς, Χρουπιστινούς, Γρεβενιώτες, Σελτσιώτες, Ηπειρώτες, Ζουπανιώτες, Κωσταντσιώτες, Κριμινιώτες, Λουβριώτες Χουτουριώτες και Νεαπολίτες. Οι εμπορικά συναλλασσόμενοι προέρχονταν απ’ αυτές τις περιοχές. Όλα τα είδη των εμπορευμάτων είχαν τους δικούς τους χώρους που εκτίθονταν με κυρίαρχους χώρους τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα, τα χάνια, τα εστιατόρια, τα μπακάλικα λιανικής και χονδρικής πωλήσεως. Οι οίκοι μόδας της εποχής, τα σφαγεία, τα λεγόμενα χασαπιά, ο χώρος για τα ξύλινα γεωργικά εργαλεία, που κατασκεύαζαν οι Κλεψιώτες η αγορά των δημητριακών και των ξηρών καρπών, τα τσουκαλάδικα με τις ντόπιες στάμνες, τις μπόντσες, τους πήλινους ταβάδες. Ο χώρος που πουλιούνταν τα μαλλιά και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Τα δέρματα από κουνάβια, ασβούς, αλεπούδες, λύκους, πρόβατα κλπ. Αγοραστές των οι Καστοριανοί, Σελτσιώτες και Σιατιστινοί, που τα επεξεργάζονταν στο πρώτο στάδιο της επεξεργασίας της γούνας. Τα ξύλινα μαγαζιά που πωλούνταν τα καστοριανά γριβάδια, τσοκάνια και τσιρόνια από τους ψαράδες του Μαύροβου. Τα ζαρζαβάτια της Σέλιτσας, της Χρούπιστας και του Πισιακιού. Και τα φρούτα της περιοχής: μυροσλήβια, κυδώνια, μπάπτσες, σούρβα.
Στην άκρη στο χάνι του Παπούλια εκτίθovταν για τα ζώα τα καπίστρια, τα χάμουρα, οι σέλες, τα σαμάρια, τα κυπριά και τα κουδούνια. Με γραφικότητα ήταν χρωματισμένος ο χώρος, που οι Γκέκηδες χαλβατζήδες πωλούσαν το χαλβά και οι γελαδαραίοι και τζομπαναραίοι με ακουμπισμένο το πηγούνι στις κλούτσες τους συζητούσαν τους όρους συμφωνίας με τους κτηνοτρόφους, για να αναλάβουν τη βοσκή των κοπαδιών τους από τον Αγιώργη ως τον Αηδημήτρη. Όλα τα είδη που μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των αγοραστών είχαν τη θέση τους και οι αγοραστές ήταν γνώστες αυτής της κατανομής. Δύο μεγάλοι πετρελαιοκίνητοι αλευρόμυλοι του Ραγκαζά και Ιορδάνη Ζησόπουλου προμήθευσαν την περιφέρεια με αλεύρι. Και στην κορυφή της εμπορικής κίνησης δύο τράπεζες: Η Εμπορική και η Τράπεζα Φέκα. Η πλατεία της Ιτιάς ήταν ο επίσημος χώρος της υποδοχής. Εκεί γίνονταν όλες οι συνεννοήσεις για τα ζητήματα που αφορούσαν τον υπόδουλο ελληνισμό. Εκεί ομίλησαν ο Δεμερτζής και ο Μπούσιος. Στην Ιτιά έγινε η υποδοχή του Βενιζέλου το 1917. Εκεί απήγγειλε ενθουσιώδη πατριωτικά ποιήματα ο ποιητής Ματσούκας. Οι λεπτομέρειες αυτές σκιαγραφούν το παζάρι του Τσοτυλίου χωρίς να ολοκληρώνουν την εικόνα του. Προσδιορίζουν όμως την οργάνωση και τη λειτουργικότητα μιας αγοράς, που αντιπροσωπεύει για την εποχή εκείνη , αν τηρήσουμε τις αναλογίες, ό,τι για σήμερα οι σύγχρονες εκθέσεις. Η οικονομική άνθηση του Τσοτυλίου αντανακλούσε την οικονομική ακμή της Ανασελίτσας . Από την ακμή αυτή δημιουργήθηκαν στο Τσοτύλι και την περιοχή μεγάλα νοικοκυριά, απ ‘ τα οποία βγήκε μια τάξη εμπόρων με φιλελεύθερο πνεύμα, που ήταν γέννημα της ελεύθερης διακίνησης του εμπορίου και της οικονομίας. Η τάξη αυτή με την οικονομική της δύναμη και το φιλελεύθερο πνεύμα, αντικειμενικά ήταν η κοινωνική δύναμη του τόπου που αμφισβητούσε την ανάγκη της ύπαρξης των τσιφλικιών και των μπέηδων και σε τελευταία ανάλυση μαζί με όλους τους Ανασελιτσιώτες την τούρκικη κυριαρχία, για την εθνική αποκατάσταση . Αυτό ήταν το πνεύμα της Ιτιάς.
Γύρω από το πεζούλι της και κάτω από τη σκιά της διακινούνταν όσο ήταν δυνατό μπροστά στα μάτια του δυνάστη οι αλυτρωτικές ιδέες. Στην ιστορική αυτή καμπή για τον τόπο μας και την ώρα που γονιμοποιούνται η οικονομική και πνευματική αλλαγή, ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούλιο του 1871 η Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης και τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ο Στέφανος Νούκας έρχεται στο Τσοτύλι, εντολοδόχος της Αδελφότητος και ιδρύει τα Εκπαιδευτήρια Τσοτυλίου . Το σχολείο αυτό επέδρασε βαθιά στην πνευματική αναγέννηση του τόπου και στον εθνικό διαφωτισμό του. Ο διαφωτισμός δε αυτός των Εκπαιδευτηρίων Τσοτυλίου ακτινοβόλησε σ ‘ όλο τον εθνικό χώρο. Στην οικονομική και πνευματική διαφοροποίηση του τόπου, οι τσιφλικάδες μπέηδες διέβλεπαν τον κίνδυνο για τα τσιφλίκια τους. Το Τσοτύλι δεν είχε μπέηδες. Έπρεπε να βρεθεί η αφορμή ν’ αποδυναμωθεί το παζάρι του και να υποταχθεί σ’ αυτούς. Κι η αφορμή βρέθηκε : Πως οι γκιαούρηδες μαζεύονται στην Ιτιά και συζητούν ενάντια στο Δοβλέτι με πατριώτες από την Πόλη και πως το Τσοτύλι δεν είχε μπέη να ξεπεζεύουν από την παρασκευή το βράδυ στο κονάκι του οι μπέηδες με τα χαρέμια τους. Ύστερα από 75 χρόνια λειτουργίας του παζαριού το 1907 οι μπέηδες της Νεαπόλεως παρακίνησαν μερικούς εμπόρους της να ζητήσουν τη μεταφορά του παζαριού στη Νεάπολη. Κατέφυγαν στα συμβούλια των γειτονικών Καζάδων και απέσπασαν ψηφίσματα για τη μεταφορά του παζαριού στη Νεάπολη. Τα έστειλαν στο Βαλή (Νομάρχη) του Μοναστηρίου. Ο Βαλής έβγαλε απόφαση με την οποία ενέκρινε τη μεταφορά. Την απόφαση αυτή του Βαλή του Μοναστηρίου, οι μπέηδες της Λειψίστας, του Μαρτσιστίου, της Ασπρούλας και άλλοι, φρόντισαν να την εφαρμόσουν με τη βία. Κάθε Παρασκευή και Σάββατο με αποσπάσματα από έφιππους σουλφαρήδεςκαι τζαντερμάδες έκλειναν στους παζαριώτες τους δρόμους προς το παζάρι του Τσοτυλίου για να πάνε στη Λειψίστα (Νεάπολη). Οι παζαριώτες όμως παραστρατούσαν . Από μονοπάτια και άγνωστες στους σουλφαρήδες στράτες έφθαναν στο Τσοτύλι.
Εβδομήντα πέντε χρόνια ιστορία του παζαριού στο Τσοτύλι δεν σβήνονταν εύκολα. Στα εβδομήντα πέντε αυτά χρόνια οι άρρηκτοι οικονομικοί δεσμοί που είχαν συνδέσει τον πληθυσμό της Ανασελίτσας και των άλλων περιοχών δημιούργησαν μια στέρεα υποδομή πάνω στην οποία στηρίζονταν ένα ολόκληρο ηθογραφικό, πολιτιστικό και εθνογραφικό οικοδόμημα με βαθιές βιωματικές καταβολάδες, που δεν ξεριζώνονταν με τη βία. Το παζάρι στο Τσοτύλι, χώρια από τις οικονομικές ανάγκες αυτού του κόσμου, ήταν και ένα κομμάτι δεμένο με τις συνήθειες της ζωής του. Με τις συνήθειες που είχαν καθιερωθεί από την πολύχρονη ύπαρξη και λειτουργία του. Με την τριήμερη γιορταστική αγορά της Αη-Μαρίνας. που ήταν για τα παιδιά η μεγάλη προσμονή. Και για τους μεγάλους τρεις μέρες ψυχαγωγίας.
Για όσους τυχόν δεν βρίσκονταν στην Αη Μαρίνα, η αγωνία για την επιστροφή των παζαριωτών. Η αντίδραση των εμπόρων και των προεστών του Τσοτυλίου και της περιοχής ήταν άμεση. Μια επιτροπή αγώνος από τους Κωνσταντή Ζησόπουλο, Κώταν Φλιώνην, Γεώργιον Πανταζόπουλον, Γεράσιμο Αδάμ Δώσσαν , Ιορδάνη Ζησόπουλον, Αζέμ Αμπτουλάχ, Γεώργιο Θεοδοσιάδη, Νικόλαο Σταμουλάν και Εμίν Ρεσούλ, έστειλε υπόμνημα στην Πόλη , στο Γεώργιο Θεοχαρίδη , αρχιτέκτονα από τη Βουχωρίνα της Ανασελίτσας και έμπιστον του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ. Ο Θεοχαρίδης κατόρθωσε να εξασφαλίσει και ν’ αποστείλει αντίγραφο του αυτοκρατορικού φιρμανίου του σουλτάνου Μαχμούτ του 1833 της ίδρυσης του παζαριού. Έτσι ματαιώθηκε η μεταφορά του στη Νεάπολη.
Πηγές: Αδαμίδη Αλέξανδρου και Παναγιώτης Παπανικολάου(1902-1992)
Φωτογραφίες από το Βιβλίο του Αλέξανδρου Αδαμίδη: “Το Τσοτύλι Βοΐου”
Β΄ΕΜΠΟΡΟΠΑΝΗΓΥΡΗ ΤΣΟΤΥΛΙΟΥ ΑΠΟ 24 ΕΩΣ 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013
tovoion.com