Το μέτρο της «βάσης του 10» για εισαγωγή στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση εμφανίστηκε πριν μερικά χρόνια, επί κυβέρνησης ΝΔ (επί υπουργίας Μαριέττας Γιαννάκου) και καταργήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ (επί υπουργίας Άννας Διαμαντοπούλου). Το Δεκέμβριο του 2012 επιχειρήθηκε απ’ τη ΝΔ η επαναφορά του μέτρου, συνάντησε όμως την αντίδραση των άλλων εταίρων της τρικομματικής κυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) και δεν ίσχυσε για τις φετινές Πανελλαδικές. Με συνέντευξη σε εφημερίδα της 9/6/2013 ο υπουργός Παιδείας Κων. Αρβανιτόπουλος αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να επανεξετάσει την επαναφορά της «βάσης του 10», «ανάλογα με τα αποτελέσματα των φετινών Πανελλαδικών εξετάσεων».
Η εκπαίδευση, και ιδιαίτερα η τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι η μεταφορά των γνώσεων της μιας γενιάς στην επόμενη, προκειμένου να εξασφαλίζεται η συνέχεια της πολιτισμικής μας εξέλιξης. Για το λόγο αυτό η δυνατότητα ισότιμης πρόσβασης των παιδιών όλων των κοινωνικών τάξεων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο μιας σύγχρονης Δημοκρατίας. Είναι πολύ σημαντικό να μπορούν να ξεκινήσουν όλα τα παιδιά έχοντας ίδιες ευκαιρίες μόρφωσης και επαγγελματικής εξέλιξης, δεν είναι αποδεκτό να μπορούν να σπουδάζουν μόνο τα παιδιά των πλουσίων (τα παιδιά της πολιτικής και οικονομικής ελίτ έχουν εκ των προτέρων τις οικονομικές -και όχι μόνο- δυνατότητες για να επιλέξουν ιδρύματα σαν το Άμχερστ και το Ταφτ, την Οξφόρδη ή το Κέμπριτζ, το Χάρβαρντ ή το London School of Economics).
Είναι ανθρώπινο και απόλυτα φυσικό, όλα τα παιδιά να θέλουν να γίνουν γιατροί, μηχανικοί, δάσκαλοι, στρατιωτικοί ή ο,τιδήποτε άλλο θεωρούν ότι θα τους ανοίξει καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές.
Μπορούν όμως να γίνουν όλοι το ίδιο, π.χ. όλοι γιατροί; Όχι: ακόμα κι αν μπορούσαν, αυτό θα ήταν σε βάρος της κοινωνίας, αφού τότε θα έλειπαν δάσκαλοι, μηχανικοί, κλπ. Χρειάζεται εδώ ο εξισορροπητικός ρόλος του κράτους, που θα εξασφαλίσει μια στοιχειώδη κατανομή στις διάφορες κατευθύνσεις. Αυτή η κατανομή είναι ακριβώς που διασφαλίζεται μέσω του αριθμού των προσφερόμενων θέσεων στις διάφορες επιμέρους σχολές και των Πανελλαδικών εξετάσεων. Οι εξετάσεις συνεπώς δεν είναι προαγωγικές, είναι κατατακτήριες, για την κατανομή των υποψηφίων: όποιοι γράψουν καλύτερα, αποκτούν το δικαίωμα προτεραιότητας στην επιλογή σχολής.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι χαρακτηριστικό παράδειγμα «βάσης» όχι του 10 αλλά του 18,5!!! αποτελούν κάθε χρόνο οι «περιζήτητες» ιατρικές, πολυτεχνικές και νομικές σχολές, ακόμα πριν λίγα χρόνια και οι παιδαγωγικές ακαδημίες. Κατά ποία λογική κάποιο παιδί που γράφει κατά μέσο όρο 18, (αλλά όχι 18,5), στις Πανελλαδικές δεν είναι ικανό να γίνει γιατρός ή μηχανικός και πρέπει να περιοριστεί σε κάτι άλλο; Από την άλλη θα πει καλοπροαίρετα κάποιος: μπορεί ένα παιδί που γράφει στις Πανελλαδικές μέσο όρο 6 ή 7 να σπουδάσει; Η απάντηση εδώ είναι ότι το επίπεδο των βαθμολογιών εξαρτάται από τη σχετική ευκολία ή δυσκολία των θεμάτων, που δεν είναι η ίδια κάθε χρόνο. Το ίδιο παιδί, που με τα θέματα της μιας χρονιάς βαθμολογείται με 6, με τα θέματα της άλλης χρονιάς μπορεί ίσως να βαθμολογηθεί με 11 ή ίσως και με 14!
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνούμε ότι τα θέματα δεν πρέπει απλά να επιλυθούν/απαντηθούν, αλλά αυτό πρέπει να γίνει μέσα στο συγκεκριμένο χρόνο των τριών ωρών της εξέτασης. Και, βεβαίως, πρέπει να μπορούν να επιλυθούν από τα παιδιά με τις γνώσεις που απέκτησαν αποκλειστικά και μόνο στο δημόσιο Λύκειο, όχι με τις πρόσθετες γνώσεις που παίρνουν τις ατελείωτες ώρες στα φροντιστήρια και μετά από αφαίμαξη των οικογενειακών προϋπολογισμών! Υπάρχει κανείς που να ισχυριστεί ότι με τις γνώσεις του Λυκείου και μόνον αυτές, χωρίς φροντιστήρια, οι υποψήφιοι θα μπορούσαν να γράψουν στις εξετάσεις πάνω από 10, εκτός ίσως από κάποια θεωρητικά μαθήματα; Ποιον κοροϊδεύουμε λοιπόν, όταν μπαίνει θέμα «βάσης του 10»; Μήπως «κουκουλώνουμε» την αδυναμία του Λυκείου να προετοιμάσει υποψήφιους σπουδαστές; Μήπως «κουκουλώνουμε» την πλήρη αποτυχία του πολιτικού συστήματος να διασφαλίσει σύγχρονες συνθήκες εκπαίδευσης στα παιδιά, την ίδια στιγμή που στέλνει κάποια δικά του παιδιά σε ιδιωτικά Λύκεια, που ακολουθούν πρόγραμμα International Baccalaureate;
Είναι πολύ εύκολο για το υπουργείο παιδείας και την εκάστοτε κυβέρνηση, μέσω της κεντρικής επιτροπής εξετάσεων και της ευκολίας ή δυσκολίας των θεμάτων, να ανεβοκατεβάζει κάθε χρόνο τις βάσεις όπως θέλει. Πριν λίγες μέρες τελείωσαν οι Πανελλαδικές Εξετάσεις, με τις Ενώσεις των καθηγητών να μιλούν για πολύ δύσκολα θέματα σε Μαθηματικά και Φυσική: οι πληροφορίες από τα βαθμολογικά κέντρα αναφέρουν 80-85% κάτω απ’ τη βάση στα Μαθηματικά και μεγάλη πτώση των βάσεων στη Θετική & Τεχνολογική Κατεύθυνση, ακριβώς -ώ του θαύματος- εκεί όπου (στο αρχικό Σχέδιο Αθηνά) το Υπουργείο εμφανίστηκε να κλείνει πολλά ΤΕΙ και να αυξάνει τις θέσεις εισακτέων σε ΑΕΙ.
Στα χρόνια που εφαρμόστηκε η «βάση του 10» τι αποτελέσματα είχε; Αναβαθμίστηκε το επίπεδο των σπουδών ή μήπως υπάρχουν κι άλλα πράγματα που έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν ποτέ (όπως πχ η αδιάβλητη εκλογή καθηγητών που να μην προωθούν μόνο τα δικά τους βιβλία, η διασφάλιση της πρόσβασης όλων σε επιστημονικά συγγράμματα και εργαστήρια, η επίλυση προβλημάτων σίτισης και στέγης, το «συμμάζεμα» των κομματικών νεολαιών που έχουν εκτραπεί απ’ το ρόλο τους, κλπ) ; Μάλλον το δεύτερο ισχύει.
Πριν από 35 χρόνια οι θέσεις που προσφέρονταν στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν ξεπερνούσαν τις 45.000, ενώ τα τελευταία ιδίως χρόνια είναι πάνω από 75.000. Ήταν το ΠΑΣΟΚ του 1981 που, ανταποκρινόμενο στο λαϊκό αίτημα για «Αλλαγή», άνοιξε τις πόρτες των ΑΕΙ στα παιδιά της μεσαίας τάξης, που έκανε τα ΤΕΙ το 1983, που έκανε το Ανοιχτό Λαϊκό Πανεπιστήμιο, που σταμάτησε τη φοιτητική μετανάστευση προς την Αγγλία, την Ιταλία και τις Βαλκανικές χώρες, που σταμάτησε τη συναλλαγματική αιμορραγία της χώρας. Ποιος μπορεί να ξεχάσει την αγωνία των γονέων, που έτρεχαν κάθε μήνα στις τράπεζες για να εξασφαλίσουν λίρες, λιρέτες ή δολάρια και μάλιστα σε κάποιες εποχές με αυστηρούς περιορισμούς στην εξαγωγή συναλλάγματος;
Επί κυβέρνησης Σημίτη ιδρύθηκαν πολλές νέες σχολές, κυρίως ΤΕΙ, σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι αυτές οι νέες σχολές χρηματοδοτήθηκαν από κονδύλια του Κοινοτικού Πλαίσιου
Στήριξης (ΚΠΣ) κι όχι από τον τακτικό προϋπολογισμό. Όταν λοιπόν η ΝΔ επανήλθε στην εξουσία το 2004, με υπόσχεση για «επανίδρυση του κράτους», δεν μπορούσε να μειώσει τις δαπάνες για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση τη χρονιά της Ολυμπιάδας, που το χρήμα έρεε άφθονο. Γνωρίζοντας ότι τα λεφτά από τα Κοινοτικά Πλαίσια έχουν ημερομηνία λήξης και την «ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη», εμφάνισε επικοινωνιακά το μέτρο της «βάσης του 10» ως μέτρο αναβάθμισης των σπουδών. Στην πραγματικότητα η σκέψη ήταν «θα πάρουμε πιο λίγους σπουδαστές, άρα πιο εύκολα στη συνέχεια θα κλείσουμε τα ιδρύματα που δεν έχουν αντικείμενο». Όμως παιδιά που θα βρουν κλειστή την πόρτα του δημόσιου ιδρύματος, θα βρουν πολύ εύκολα ανοικτή την πόρτα κάποιου Κέντρου Ελευθέρων Σπουδών ή κάποιου ιδρύματος του εξωτερικού. Το ΠΑΣΟΚ επί Γ. Παπανδρέου εμφάνισε ως εναλλακτική πολιτική την ίδρυση και ιδιωτικών ΑΕΙ, με αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος. Είχα την ευκαιρία προ ετών, σε σχετική ημερίδα στο Εργατικό Κέντρο Κοζάνης, να επισημάνω το πρόβλημα της χρηματοδότησης από το ΚΠΣ και να τονίσω ότι το μείζον πρόβλημα δεν είναι το αν θα υπάρχουν ιδιωτικά παν/μια, αλλά το αν το δημόσιο παν/μιο θα έχει την απαιτούμενη χρηματοδότηση απ’ τον τακτικό προϋπολογισμό για να διασφαλίσει ποιοτικές σπουδές στα παιδιά των μεσοκατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η πολιτική και οικονομική ελίτ πάντα είχε και θα έχει τη δυνατότητα να επιλέξει ιδιωτικά ιδρύματα, είτε αυτά είναι στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό.
Τώρα που η χώρα έχει χρεοκοπήσει και λεφτά δεν υπάρχουν (και δεν θα υπάρχουν όσο δεν αναδομούνται πλήρως ο φορολογικός μηχανισμός και η φορολογική νομοθεσία), αναζητούνται πάλι τρόποι μείωσης του αριθμού των σπουδαστών: αρχικά το Δεκέμβριο με «τη βάση του 10», μετά βρέθηκε το Σχέδιο Αθηνά, κι αφού κι αυτό συνάντησε τις μαζικές αντιδράσεις, εμφανίζεται ξανά η «βάση του 10». Μετά και τη χθεσινή συνέντευξη Αρβανιτόπουλου, γεννά πολλά ερωτηματικά για τις προθέσεις του υπουργείου το γεγονός ότι έχουμε φθάσει στις 10 Ιουνίου κι ακόμα δεν έχουν ανακοινωθεί το τελικό μηχανογραφικό δελτίο και οι θέσεις σπουδαστών σε κάθε σχολή.
Δυστυχώς τελικά, εκείνο που δεν πιάνει τη «βάση του 10», εδώ και χρόνια, είναι το πολιτικό σύστημα της χώρας, που κοιτάζει πώς να «κουκουλώνει» τα προβλήματα κι όχι να τα λύνει, να ασκεί επικοινωνιακή πολιτική κι όχι να προάγει τον ανοιχτό και ειλικρινή διάλογο. Γι’ αυτό και οδηγηθήκαμε στη χρεοκοπία!
Χρήστος Ι. Κολοβός, Δρ Μεταλλειολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, μέλος Περιφερειακής Επιτροπής Διαβούλευσης Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας (www.kozani.net/xkolovos)