Λιανουπαίδ’ η Μήτρους, λιανουκόρτσου η Βάγγιου. Ανέγροικα και τα δυο. Τ’ αρραβώνιασαν πρώτα στα κρυφά κι ύστρα στα φανιρά. Τάστειλαν στον Αγιώρ να φουρτώσ’ν σφάλτσις.
Όρθουσαν του μπλαρ’, έβαλαν τ’αμπασκαλάρια, έσφιξαν τ’ν ιγκλα κι ξικίντσαν.
Αμπδάει πανουσάμαρα η Μήτρους, κι η Βάγγιου τραβούσι του καπίστρι. Και οι δυο αντιριούνταν να κοιταχτούν στα μάτια.
– Ιδώ μα, αρχινάει πρώτους η Μήτρους. Τίπουτα η Βάγγιου.
– Ιγώ σι κρένω κι ‘συ δεν απηλουιέσει;
– Τι χαλεύς ρα, λέει η Βάγγιου…
– Σι αγαπώ μα χαζιά.
– Έτσια ρα μούγκει, τήρα τη δ’λειάς.
– Πουτί μα, ισύ δε μι αγαπάς;
– Κι γω ρα χαζέ κι πυρουκουκίντσει η Βάγγιου.
Κατεβαίν” η Μήτρους, τ’πιαν’ απ’ ν’ αμπασκάλη κι’ τ’βάζει πανουσάμαρα. Ανεβαίνει κι αυτός στα καπούλια κι γκανταλιούντα η Μήτρους, κι καρκαρίζουντας η Βάγγιου έφτασαν στ’βάθεια τ’κόκα, απχάτ απ’του Βούτσια, στουν Αγιωρ’.
Ετοιμάζ’ν δυο σφάλτσις. Φουρτών’ η Μήτρους τη μια. Νταιακώνει η Βάγγιου, φουρτών’ κι τ’νάλλη η Μήτρους. Ξανα’μπδούν κι οι δυο πανουσάμαρα.
– Ω Μήτρου, μι τζούντσει ένα σάλουμα ιδώϊα.
– Πού μα.
– Αι παν απ’του γόνατου, τι να φκιάσου;
– Μαγαρσιά λέει η Μήτρους.
– Κι ιδώϊα τζουνίθκα, κι δείχνει η Βάγγιου τα νταλάκιατ’ς.
– Κι αυτού μαγαρσιά Βάγγιου.
– Μαγαρσιά αλλά, θ’κης Μήτρου.
Μέχρι του γελαδόσταλου η Μήτρους μι τ’Βάγγιου γιατρεύουνταν… (τα παρακάτ’ δεν λέγουντι).
Φόντας έφτασαν στου σπίτι, καλοί ξιδιαλεγμένοι.
– Είσασταν μόλαβα πιδιά; ρωτάει η Τρανός.
– Τήρα τη δλειάς, λέει η Τρανή. Άντρας μι μουστάκι, κι γνέκα μι β’ζια δε χαλεύ’ν ουρμήνια…
Γιωρ’ς
Από τη ΔΙΜΗΝΗ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Π.Σ. ΛΙΒΑΔΕΡΟΥ “λυχνάρι”, τεύχος 3, Μάιος 1988
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ Γ.Μ./mikrovalto.gr