Ποικίλες αντιδράσεις αναμένεται να δημιουργήσει το βιβλίο με τίτλο «Μπροστά από την εποχή της. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας 1990-1993» (εκδόσεις ΕΣΤΙΑ), που παρουσιάστηκε και στο οποίο γίνεται αποτίμηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Το βιβλίο υπογράφεται από συντακτική επιτροπή, επικεφαλής της οποίας είναι ο Ιωάννης Παλαιοκρασσάς, ενώ τον πρόλογο υπογράφει ο επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Στην αρχή του προλόγου ο κ. Μητσοτάκης αναφέρει ότι «το τεράστιο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας έχει τις ρίζες του πριν 30 χρόνια, όταν ανέλαβε για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ την εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του ’80» και πως μετά την πολιτική τού «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα», το 1989 η χώρα είχε πτωχεύσει.
«Είχα πει» σημειώνει ο πρώην πρωθυπουργός «ότι θα επιχειρήσω να βελτιώσω τη ζωή των Ελλήνων αλλά θα τους ζητούσα περισσότερη δουλειά για να μπορέσουμε να κάνουμε την Ελλάδα ανταγωνιστική. Είχα πει την αλήθεια μερικές φορές μέχρις ωμότητος».
Ο κ. Μητσοτάκης εκτιμά σήμερα ότι τα μέτρα που έλαβε, παρά την αντιδημοτικότητά τους, έριξαν τον πληθωρισμό κάτω του 11% το 1994, ενώ αποδίδει σημασία σε μια σειρά από διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά και στα μεγάλα έργα υποδομής που δρομολογήθηκαν.
Επιπλέον, ο πρώην πρωθυπουργός τόνισε ότι αν δεν είχε ανατραπεί το 1993 η κυβέρνησή του, ίσως η χώρα να είχε σωθεί.
Αποσπάσματα από την ομιλία του κ. Μητσοτάκη:
«Η περίοδος της κυβέρνησης του 1990-93 είναι σήμερα σε μεγάλο βαθμό ξεχασμένη. Δεν είναι όμως μόνο η αμείλικτ η δύναμη της λήθης που το εξηγεί αυτό. Η περίοδος αυτή είναι και ηθελημένα ξεχασμένη. Ίσως και από αίσθημα ενοχής. Εμείς οι Έλληνες έχουμε βραχεία μνήμη ως λαός. Αυτό είναι προσόν, γιατί έχουμε ζήσει τραγικές στιγμές, διχασμούς, καταστροφές και εμφυλίους, που αφήσαμε πίσω μας. Είναι όμως και ελάττωμα αφού κάθε τόσο ξεχνούμε τα πικρά διδάγματα της ιστορίας και τα λάθη δυστυχώς επαναλαμβάνονται.
Το βιβλίο αυτό που παρουσιάζεται σήμερα, επιχειρεί μία καταγραφή του έργου της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας την περίοδο 1990-1993, με την ωριμότητά και την κατά το δυνατόν αντικειμενικότητα που προσφέρει η χρονική απόσταση και οι δραματικές εμπειρίες των τελευταίων ετών.
Πριν τριάντα χρόνια, όταν ανέβηκε για πρώτη φορά το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, στις αρχές της δεκαετίας του 80, έγινε η μοιραία επιλογή της βελτίωσης του επιπέδου της ζωής του λαού, μέσω της αύξησης του δημοσίου χρέους. Ελλείμματα που χρηματοδοτούσαν καταναλωτικές δαπάνες, ανεξέλεγκτες ασφαλιστικές παροχές και ασφυκτικός εναγκαλισμός της οικονομίας από το κράτος, μας οδήγησαν, μετά από δεκαετίες άσκησης αυτής της πολιτικής, στον σημερινό εφιάλτη.
Η πρώτη προειδοποίηση του τι επρόκειτο να ακολουθήσει ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του 80, όταν μετά τη ραγδαία αύξηση των κρατικών δαπανών και την αντίστοιχη πτώση της ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα έφτασε στα όρια της πτώχευσης. Τότε ακόμα και ο Ανδρέας Παπανδρέου -ο οποίος ό,τι κι αν έκανε εγνώριζε πάντως καλά τα θέματα της οικονομίας- αντελήφθη ότι έχει ξεπεράσει κάθε όριο και επιχείρησε να μαζέψει τα πράγματα διορίζοντας τον Κώστα Σημίτη υπουργό Εθνικής Οικονομίας. Η νοοτροπία όμως με την οποία είχε εμποτίσει τους οπαδούς του υπερνίκησε τη λογική, η πολιτική του “Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα”, επικράτησε, ο Κώστας Σημίτης παραιτήθηκε προειδοποιώντας ότι η οικονομία εκδικείται και τελικά όταν ήρθε στην εξουσία η κυβέρνησή της ΝΔ, τον Απρίλιο του 1990, η Ελλάς είχε ουσιαστικά πτωχεύσει.
Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε τότε είχε εντούτοις ένα μοναδικό πλεονέκτημα. Το γεγονός ότι στη διάρκεια των τριών εκλογικών αναμετρήσεων που είχαν μεσολαβήσει, δεν είχα δώσει καμία υπόσχεση στον ελληνικό λαό. Είχα πει την αλήθεια μερικές φορές μέχρις ωμότητος. Και είχα προετοιμάσει κατά το δυνατόν τον κόσμο για τον ανηφορικό δρόμο που καλούμαστε να ακολουθήσουμε.
Το έργο που παρήγαγε εκείνη η κυβέρνηση μπορεί ο αναγνώστης να δει πλέον συστηματικά παρουσιασμένο στην παρούσα έκδοση. Αυτό που θα ήθελα εδώ να σημειώσω είναι ότι αν η κυβέρνηση εκείνη δεν είχε πρόωρα ανατραπεί, η πορεία της χώρας θα ήταν διαφορετική και η σημερινή καταστροφή θα είχε πιθανότατα αποτραπεί.
Η προσπάθεια εξυγίανσης και εκσυγχρονισμού που αναλάβαμε τότε, ήταν και σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρωτοποριακή. Aκολούθησαν, χρόνια αργότερα, οι Σκανδιναβικές χώρες -με πρώτη τη Σουηδία- και η Γερμανία με πρωτοβουλία του καγκελαρίου Σρέντερ. Η κυβέρνηση εκείνη ακολούθησε μια αντιδημοτική πολιτική, σε μια δυσμενή διεθνή συγκυρία, αλλά σε τρία χρόνια αντέστρεψε την καθοδική πορεία. Ακολούθησε μια πολιτική μείωσης των ελλειμμάτων, -με αποτέλεσμα για πρώτη φορά να έχουμε για δύο συνεχόμενα χρόνια πρωτογενές πλεόνασμα-, μείωσης του πληθωρισμού, διαρθρωτικών αλλαγών, αποκρατικοποιήσεων και μεγάλων έργων.
Ταυτόχρονα η Ελλάδα εδραίωσε τότε τον δυτικό προσανατολισμό της εξωτερικής της πολιτικής, που είχε αμφισβητηθεί στη διάρκεια της δεκαετίας του 80, και αξιοποίησε από πλευράς διεθνούς θέσης τις μεγάλες αλλαγές που οδήγησαν σε μια εικοσαετία παγκόσμιας κυριαρχίας της Δύσης. Διασφάλισε επίσης την ισότιμη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την συνθήκη του Μάαστριχτ καθώς και αυξημένα κοινοτικά κονδύλια για τα επόμενα χρόνια.
Μετά την πτώση της κυβέρνησης εκείνης, η Ελλάδα δεν ξαναβρήκε στην πραγματικότητα το δρόμο της. Με την εξαίρεση της μισής προσπάθειας που έκανε ο κ. Σημίτης, στη διάρκεια της πρώτης τετραετίας του μέχρι να εξασφαλίσει την είσοδο στην ΟΝΕ, στηριζόμενος κυρίως πάνω στα δικά μας επιτεύγματα και πολιτικές, η Ελλάδα ακολούθησε άβουλη και μοιραία τον ολισθηρό δρόμο των χρεών και των ελλειμμάτων. Παρά τις ελάχιστες φωνές που απομονωμένες από την ευρύτερη κοινή γνώμη, προειδοποιούσαν μάταια για τα επερχόμενα δεινά, ο δανεισμός συνεχίστηκε και κορυφώθηκε στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 2000. Φτάσαμε έτσι νομοτελειακά στην κατάρρευση και τη χρεοκοπία, που μπορούσαμε και έπρεπε ασφαλώς να έχουμε αποφύγει.
Το κεντρικό πρόβλημα της χώρας ήταν το ίδιο το 1990 όπως και σήμερα. Η πολιτική προσέγγιση όμως που ακολουθήθηκε ήταν διαφορετική. Η κυβέρνηση εκείνη είπε στον ελληνικό λαό με ειλικρίνεια την αλήθεια από την πρώτη ώρα και μη έχοντας παραπλανήσει τον κόσμο ούτε πριν, ούτε μετά τις εκλογές, ήταν εξ ορισμού αξιόπιστη.
Και η δική μας κυβέρνηση του 1990-1993 ασφαλώς είχε αδυναμίες. Και καθυστερήσεις σημειώθηκαν και οι προτεραιότητες που δόθηκαν δεν ήταν πάντα οι σωστότερες. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί ότι προσπαθήσαμε με ειλικρίνεια και εντιμότητα και ότι δεν κοροϊδέψαμε το λαό.
Οι δύο αυτές λέξεις, ειλικρίνεια και αξιοπιστία, είναι το κλειδί για να λύσουμε και σήμερα τα προβλήματά μας.
Το πρόβλημα της Ελλάδας ακόμα και σήμερα –στην ακραία κατάσταση στην οποία έχουμε βρεθεί- είναι ότι ο πολιτικός κόσμος αρνείται να μιλήσει με ειλικρίνεια στον ελληνικό λαό. Να ομολογήσει όχι μόνο ότι ζούσαμε πάνω από τις δυνάμεις μας με δανεικά, αυτό το γνωρίζουν πλέον όλοι, αλλά και ότι από αυτή την υπόθεση, μέσω της διάχυσης του πλούτου, επωφελήθηκε το σύνολο σχεδόν του ελληνικού λαού. Αυτό δεν μετριάζει ούτε τις ευθύνες των κάθε είδους ηγεσιών, που είναι συντριπτικές, ούτε τον άνισο τρόπο με τον οποίο έγινε η μοιρασιά. Ερμηνεύει όμως την ανοχή και την έλλειψη αντίδρασης μιας ολόκληρης κοινωνίας που βάδισε αμέριμνη στην καταστροφή.
Ο πολιτικός κόσμος δεν λέει ακόμα την πλέον προφανή σε όλους αλήθεια. Ότι από εδώ και πέρα τα δανεικά τελείωσαν. Είμαστε υποχρεωμένοι πλέον να ζήσουμε με αυτά που έχουμε και να πληρώνουμε στο εξωτερικό για πολλά χρόνια ένα μέρος από το εισόδημα που κερδίζουμε για την πληρωμή τόκων και χρεολυσίων. Τόκων και χρεολυσίων που τα τελευταία τριάντα χρόνια εξοφλούσαμε κατά σύστημα με νέα δανεικά.
Για την επιβίωση του λαού και την πρόοδο της χώρας μπροστά μας ανοίγεται συνεπώς ένας μονόδρομος. Η χώρα πρέπει να γίνει ανταγωνιστική. Οι διαρθρωτικές αλλαγές, που εμείς κατεξοχήν προχωρήσαμε στην περίοδο εκείνη, τώρα έχουν μείνει σχεδόν στάσιμες. Πρώτιστο μέλημά μας είναι να εισπράξουμε τους φόρους που σήμερα διαφεύγουν. Δεν αρκεί όμως μόνο αυτό. Είναι κρίσιμο να προχωρήσουν ταυτόχρονα ο δραστικός περιορισμός του κράτους και η μείωση της γραφειοκρατίας. Και δεν είναι σοβαρό να λέμε ότι θα κάνουμε εξυγίανση του δημοσίου χωρίς να κάνουμε απολύσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Δεν γίνεται μικρότερο κράτος χωρίς λιγότερους υπαλλήλους.
Αν τα κάνουμε αυτά, είμαι αισιόδοξος ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και είναι βαριά η ευθύνη που πέφτει επάνω μας. Με την ανατριχιαστική διάσταση που έχει πάρει η ανεργία, με την ανεργία των νέων να περνά το 60%, δεν υπάρχει μέρα για χάσιμο. Όσοι έχουν την ευθύνη, την άμεση ευθύνη της διακυβέρνησης, πρέπει να προχωρήσουν γρήγορα και αποφασιστικά».
Για τη Χρυσή Αυγή: Το πρωτόγνωρο φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, σε μία χώρα που ποτέ ο φασισμός δεν έβγαλε ρίζες, είναι ένα φαινόμενο που δεν επιτρέπεται να υποτιμήσουμε. Είναι βέβαιο ότι –κατά μεγάλο μέρος- οφείλεται στην ασυδοσία της Αριστεράς, που επικρατούσε επί πολλά χρόνια. Αυτή έδωσε το κακό παράδειγμα της ασέβειας στο νόμο της Δημοκρατίας. Το 1990 δεν υπήρχε το πρόβλημα αυτό. Αντίθετα το ΚΚΕ και η άλλη αριστερά μετείχαν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας και συνέπρατταν και σε αντιδημοτικές αποφάσεις που η σκληρή πραγματικότητα επέβαλλε. Η Οικουμενική κυβέρνηση, με συμμετοχή της Αριστεράς, έκλεισε τις προβληματικές και απέλυσε πάνω από 10.000 υπαλλήλους. Το ΚΚΕ, και ο ΣΥΡΙΖΑ, οι πάντες πρέπει να καταλάβουν. Η δημοκρατική νομιμότητα είναι μονόδρομος.
Οι σχέσεις μας με την Ευρώπη, στον σκληρό πυρήνα της οποίας –όλοι συμφωνούμε- πρέπει να μείνουμε, παρά τις αδυναμίες της, είναι κλειδί για το μέλλον. Η Ευρώπη πήρε τις αποφάσεις της, θα μας στηρίξει με κάθε μέσο, είμαι βέβαιος. Φτάνει να είμαστε συνεπείς και λογικοί. Η Ευρώπη δεν είναι παράλογη. Όταν έχεις δίκιο και επιχειρήματα μπορείς να περιμένεις ανταπόκριση. Πρέπει όμως, να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των συνομιλητών σου. Πρέπει να σε θεωρούν αξιόπιστο. Δεν κερδίζεις ασφαλώς τίποτε με νταηλίκια και εκβιασμούς. Τότε η ομήγυρης γίνεται σκληρή, ωμή και χάνεις και αυτό που θεωρούσες αυτονόητο».
Όσο για εμάς, ας μας ορίσουν τα λόγια του εθνικού μας ποιητή, Κωστή Παλαμά :
«χρωστάμε εις όσους ήρθαν
πέρασαν, θα ρθούνε, θα περάσουν
κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι. Οι νεκροί».
newpost.gr