Τους λόγους για τους οποίους υπερψήφισε τον προϋπολογισμό του 2013 ανέλυσε ο βουλευτής ΠΑΣΟΚ της Π.Ε. Κοζάνης Πάρις Κουκουλόπουλος μιλώντας απ΄ το βήμα της Βουλής την Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2012, λέγοντας τα εξής:
«Πριν από τέσσερις ημέρες, την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου, ζήσαμε εδώ στο ναό της δημοκρατίας στιγμές τουλάχιστον θλιβερές. Ο προβληματισμός, όμως, και οι διαπιστώσεις δεν αρκούν. Απαιτείται από όλους μας, χωρίς εξαίρεση, εγρήγορση και κινητοποίηση, για να προστατεύσουμε το κύρος των θεσμών και να διαφυλάξουμε την ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Η τρίτη ελληνική δημοκρατία, που λόγω της κρίσης βρίσκεται στην κλίνη του Προκρούστη εδώ και δυόμιση χρόνια, είναι αναμφίβολα και κατά γενική ομολογία η καλύτερη περίοδος για την πατρίδα μας, τουλάχιστον στη μεταπολεμική περίοδο. Είναι η περίοδος που σφραγίστηκε από την πολιτική παρουσία του ΠΑΣΟΚ και όσα ζήσαμε προχθές συνδέονται ευθέως και όχι έμμεσα με την απομείωση των δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ και της μεγάλης δημοκρατικής παράταξης, γιατί αυτή η συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ ήταν που έδωσε ζωτικό χώρο στις δυνάμεις της δημαγωγίας και του λαϊκισμού, της ισοπέδωσης και της μισαλλοδοξίας.
Η ενίσχυση του ΠΑΣΟΚ και της δημοκρατικής παράταξης θα είναι η τελική απάντηση σε αυτές τις δυνάμεις που στερούνται πολιτικού λόγου και πρότασης και εξαντλούν τον πολιτικό τους λόγο, σε ένα ιδιότυπο «τις πταίει» του 2012, που κατά τη γνώμη τους είναι, περίπου, όπως το «Όλοι φταίνε εκτός από μας και κυρίως βέβαια το ΠΑΣΟΚ». Δεν υπάρχει, όμως, και το λέω για όλες τις δυνάμεις που υιοθετούν αυτές τις ανέξοδες και ισοπεδωτικές λογικές, ούτε έτος μηδέν στην πολιτική, ούτε βέβαια παρθενογένεση.
Πριν από είκοσι χρόνια σε αυτήν την Αίθουσα ο Ανδρέας Παπανδρέου σε μια ιστορική και δραματικά επίκαιρη ομιλία του είπε τις προϋποθέσεις με τις οποίες θα έπρεπε η Ελλάδα και το Κοινοβούλιό της να πουν «ναι» στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, τη Συνθήκη πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η Ευρώπη του σήμερα, η ΟΝΕ, το ευρώ και όλα όσα ακολούθησαν.
Μίλησε μεταξύ άλλων για τον άνισο αγώνα που είχε να δώσει η πατρίδα μας, αφού ξεκινούσε τελευταία στην αφετηρία για τη σύγκλιση. Μίλησε ευθέως για τα νούμερα που δεν έβγαιναν για την Ιταλία και την Ισπανία και προκαλούσαν ίλιγγο, όπως είπε, για την Ελλάδα και την Πορτογαλία πριν είκοσι χρόνια. Μίλησε για το δραματικό δίλημμα εάν πορευόμαστε σε μία ευρωπαϊκή Γερμανία ή σε μία γερμανική Ευρώπη και έκλεισε την ομιλία του λέγοντας πως το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης δεν χωράει στη Συνθήκη του Μάαστριχτ που είναι δημιούργημα των συντηρητικών δυνάμεων και των τραπεζιτών.
Η τρόικα, που επέβαλε το υφεσιακό πρόγραμμά εδώ και δυόμιση χρόνια, έχει τη λογική ακριβώς αυτών των δυνάμεων που δημιούργησαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και την Ευρώπη του σήμερα. Η Ευρώπη, όμως, δεν είναι a la carte.
Τα λέω αυτά, κύριοι συνάδελφοι, γιατί εκείνη τη Συνθήκη την καταψήφισε μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.
Όλοι οι άλλοι, καθώς και ο σημερινός Συνασπισμός, την υπερψήφισαν. Όλοι την ψήφισαν αυτή τη Συνθήκη. Και σ’ αυτές τις μεγάλες στιγμές για την πατρίδα και το Κοινοβούλιο ή λες «ναι» ή λες «όχι». Μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Είναι σαν αυτό που λένε στην αγγλικανική εκκλησία στους γάμους: «όποιος διαφωνεί με το γάμο να το πει τώρα, διαφορετικά να σιωπήσει για πάντα». Δεν ισχυρίζομαι ότι πρέπει να επικρατήσει η σιωπή των αμνών, αλλά όσοι θέλουν να καταλογίζουν μονομερώς τις ευθύνες ας σκεφτούν τι, πως και γιατί είπαν εκείνη τη στιγμή.
Από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ πέρασε μια εικοσαετία. Δε θα κάνω βέβαια απολογισμό μιας εικοσαετίας. Καλό είναι, όμως, να θυμηθούμε, με τίτλους, ποια μεγάλα γεγονότα συνθέτουν την Ελλάδα από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και μετά: Χρηματιστήριο, Ολυμπιάδα, ευρώ με ό,τι σήμαινε για την ανταγωνιστικότητα, τράπεζες, Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, απόκρουση της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού του 2001 και τέλος 5 χρόνια η Ελλάδα στην ευωχία του Μπαϊρακτάρη απ’ όπου έγινε και η «διαπραγμάτευση» για την Κοινή Αγροτική Πολιτική. Κάπως έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Υπάρχει όμως ένα καταλυτικό γεγονός τη δεκαετία του 1990 και πρέπει να το αναφέρω. Αποφασίσαμε τότε χωρίς κανέναν αντίλογο να γίνουμε μια χώρα παροχής υπηρεσιών. Τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής αποτυπώνονται με δραματικό τρόπο σε δυο μεγέθη αλληλένδετα μεταξύ τους: την κατάρρευση της γεωργίας και κτηνοτροφίας ως ποσοστό του Α.Ε.Π. και των εξαγωγών και την υπερσυγκέντρωση πλούτου, δύναμης και ανθρώπων στην Αθήνα. Αυτή είναι η Ελλάδα που χρεοκόπησε και δεν ξέρω πολλούς στην Αίθουσα που να διαφωνούσαν μ’ αυτή τη θεμελιώδη επιλογή.
Γι’ αυτό και η απάντηση στην κρίση είναι το σύγχρονο κράτος. Αν μάλιστα το εννοήσουμε, όπως το όρισε ο αείμνηστος Νίκος Πουλαντζάς ως ένα πεδίο, δηλαδή, συσχετισμού δυνάμεων, αυτή η επιλογή τα περιλαμβάνει όλα. Όχι μόνο μια γενναία αποκέντρωση για τις δομές διοίκησης και αυτοδιοίκησης αλλά πολλά περισσότερα, όπως το μοντέλο ανάπτυξης και τις νοοτροπίες.
Θέλω να ολοκληρώσω ζητώντας από τον παριστάμενο Υπουργό Οικονομικών να δώσει στο κλείσιμο της σημερινής συνεδρίασης μια απάντηση σε όλα όσα φοβερά και τρομερά διαβάζουμε το τελευταίο διήμερο στον Τύπο. Κύριε Υπουργέ, δεν είναι δυνατόν να διαβάζουμε χθες και σήμερα ότι η Τρόικα θέτει ζήτημα να αλλάξει την απόφασή της η Βουλή σε ό,τι αφορά τις αποκρατικοποιήσεις. Δε γίνεται. Η Δημοκρατία είναι αδιαπραγμάτευτη.
Μάλιστα θέλω να επαναφέρω μια πρόταση που έκανα και το 2010: και οι επικαιροποιήσεις των Μνημονίων πρέπει να περνάνε από τη Βουλή αν θέλουμε να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Απορρίφθηκε τότε αυτή η πρόταση και ό,τι ακολούθησε δεν είναι καλός οδηγός.
Ολοκληρώνω με τη βασική αιτιολόγηση, κατά την άποψή μου, που θεμελιώνει το γιατί ψηφίζω τον Προϋπολογισμό. Τον ψηφίζω, όπως ψήφισα μαζί με 152 συναδέλφους προχθές το νομοσχέδιο που είχε σχέση με τα μέτρα που ουσιαστικά αποτυπώνονται στον Προϋπολογισμό, γιατί θέλω να πάει ο Πρωθυπουργός ισχυρός και να δώσει ένα μήνυμα στην Ευρώπη, ότι η πραγματική οικονομία απειλείται με κατάρρευση, η κοινωνία βιώνει ένα δράμα και το πολιτικό σύστημα, όπως έδειξε το 153 που είναι η εξέλιξη του 179 δεν μπορεί να πάρει άλλες αποφάσεις. Πρέπει να υπάρξει σεβασμός στις θυσίες του ελληνικού λαού. Και επιτέλους θα πρέπει και αυτοί να αναγνωρίσουν τις ευθύνες τους».