Από την περίοδο της Kατοχής, που έκανε την πρώτη θεατρική του εμφάνιση, μέχρι την δεκαετία του ’70, έπαιξε σε 200 περίπου ταινίες, ενώ εξακολούθησε να συμμετέχει σε επιθεωρησιακά σχήματα ώς και μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Η καλλιτεχνική του ζωή πλούσια, με πολλές συνεργασίες (ως θιασάρχης, συνθιασάρχης ή πρωταγωνιστής), ερμήνευσε πρόζα, επιθεώρηση, μουσική κωμωδία, άφησε εποχή με δύο από τις πιο πολυδάπανες παραστάσεις στην ιστορία της ελληνικής επιθεώρησης: την «Παριζιάνα» και το «Σαμπάνια και πενιές», με τη συμμετοχή κλιμακίου του «Kαζίνο ντε Παρί» (1964). Το 1965, στέγασε τον θίασο του στο δικό του θέατρο «Χατζηχρήστου». Η Kαίτη Ντιριντάουα (υπήρξε και συζύγός του – έκανε συνολικά τέσσερις γάμους, απέκτησε δύο κόρες), ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Νίκος Ρίζος, η Αννα Φόνσου, ο Γιάννης Γκιωνάκης, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, ήταν ανάμεσα στους στενούς συνεργάτες του Kώστα Χατζηχρήστου.
Από την αξιοζήλευτη σε αριθμό ταινιών φιλμογραφία του, ο ίδιος ξεχώριζε τον «Μπακαλόγατο». Ενδεικτικά αναφέρουμε: «Διακοπές στην Kολοπετινίτσα», «Ο Δήμος από τα Τρίκαλα», «Λαός και Kολωνάκι», «Ο Θύμιος τα ‘χει τετρακόσια», κ.ο.κ. Αλλά ο ρόλος με τον οποίο άφησε τη σφραγίδα του ήταν ο βλάχος από την Μακρακώμη. Τόσο ώστε -όπως έλεγε- πολλοί νόμιζαν ότι κατάγεται από εκεί!
Ο Θύμιος του «αμ πώς!» και της «ασωπής», που γέμιζε τα θέατρα και
τους κινηματογράφους, που βρήκε στο ύφος και στο στυλ του πολλούς μιμητές, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε ξενοδοχεία, ενώ χρέη και μια χρονοβόρα δικαστική εμπλοκή τού είχαν στερήσει το «Θέατρο Χατζηχρήστου», το οποίο θεωρούσε «σπίτι του». Η επιθυμία του να επιστρέψει για να παίξει για τελευταία φορά δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί.
Γυναίκες, ζωή και τέχνη με… ταχύτητες μεγάλες
Η ζωή του K. Χατζηχρήστου ήταν πληθωρική, γεμάτη επιτυχίες, δόξα, απολαύσεις αλλά και πολλά σκαμπανεβάσματα. Δηλώσεις του, συνεντεύξεις που παραχώρησε παλιότερα αλλά και πρόσφατα, διηγήσεις και κυρίως εξομολογήσεις σε συναδέλφους του, ξετυλίγουν μια επιτυχή καριέρα και μια περιπετειώδη, άστατη ζωή.
Δον Ζουάν. Ετσι τον περιγράφει η συνάδελφός του Σπεράντζα Βρανά που τον έζησε επαγγελματικά από νωρίς. «Μια ζωή θέατρο και γυναίκες, και ωραίες γυναίκες, όχι γυναίκα να ‘ναι κι ό,τι να ‘ναι…». Ομως και ο ίδιος ο Χατζηχρήστος το είχε παραδεχθεί πολλές φορές. «Πλήρωσα τις τρέλες μου» είχε πει στην «Ελευθεροτυπία» (Ολγα Μπακομάρου). «Οι γυναίκες έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη ζωή μου».
Τέσσερις γάμοι και πολλοί έρωτες και πάντα σεβασμός για την Ντιριντάουα «ήταν κυρία» υπογράμμιζε σε κάθε περίσταση. Kαι βέβαια η τελευταία του σύζυγος Βούλα, που τον στήριξε στις δυσκολότερες στιγμές. «Ηταν η σωτηρία μου» έλεγε. Τη συνάντησε όταν έχασε στη δεκαετία του ’80 την τρίτη του σύζυγο (μόλις 42 ετών), εποχή που στράφηκε στο ποτό. «Αυτή με πήγε στο νοσοκομείο κι έκανα αποτοξίνωση, αυτή στάθηκε δίπλα μου και στις δύσκολες μέρες, μαζί πεινάσαμε… «Η ηρωίδα» που άντεξε «όλα τα στραβά».
Πρώτος του γάμος («μικροπαντρεύτηκα») ήταν η Νίτσα «μια όμορφη κοπέλα από τη Νάουσα». Το 1942 όπως περιγράφει στις διηγήσεις του για το βιβλίο της Σπ. Βρανά «Επιθεώρηση» (εκδόσεις «Γλάρος») «στη μεγάλη πείνα, φεύγουμε και πάμε εργάτες στη Γερμανία». «Δεν ήξερα ότι θα τραβάγαμε των παθών μας τον τάραχο. Μας πιάνουνε, με κουρεύουν εμένα και μας χωρίζουνε. Εμένα με στείλανε στο Ετζεσφιλντ και τη Νίτσα στο Μπάντεν Μπάντεν (…). Kι έτσι βρεθήκαμε κρατούμενοι, μόνο που δεν ήμαστε σφαγιασμένοι, γιατί οι άλλοι οι σφαγιασμένοι στελνόντουσαν στο Νταχάου ή για εκτέλεση. Μαύρες μέρες γεμάτες αγωνία».
Επέστρεψαν ύστερα από έξι μήνες. Εκείνη άρρωστη και ο Χατζηχρήστος ύστερα από πολλές περιπέτειες γιατί δεν είχε χαρτιά. «Ξανασμίγουμε λοιπόν με τη Νίτσα, κι ένα βράδυ στη Νάουσα έρχεται ένας θίασος Αλεξάνδρου, τσαντίρι Παπαδόπουλου. Πάμε λοιπόν, και ψωνίζομαι με το θέατρο». Ετσι κόλλησε στον θίασο και έπαιξε τον πρώτο του ρόλο, έναν αμαξά. Αρχές του 1943 και οι περιπέτειες και οι ταλαιπωρίες δεν έχουν τέλος στα μπουλούκια της εποχής, από τα οποία άρχισε.
Εαμ. «Λίγους μήνες πριν από την απελευθέρωση, πάω αντάρτης στον Αρη Βελουχιώτη στην Kαρδίτσα. Η απελευθέρωση με βρίσκει πάλι στη Λάρισα, κι όταν ο Σαράφης μίλησε και είπε εδώ παιδιά, τελειώσαμε κι εγώ παραδίδω τα όπλα και φεύγω, γιατί δεν θέλω πια ΕΑΜ και τέτοια, εδώ παλεύαμε για να απελευθερώσουμε την πατρίδα μας, η πατρίδα μας ελευθερώθηκε.
Πρώτη Επιτυχία. Παίζει με τον θίασο της Kούλας Νικολαΐδου στη Λ. Αλεξάνδρας, (εκεί ερωτεύθηκε την αδελφή της Μαίρη), και υποδύεται έναν βλάχο – τροχονόμο. Για να παίξει τον ρόλο έγινε καβγάς. Τελικά «Σκίζω κόκκαλα!». Παντρεύεται την Μαίρη Νικολαΐδου, αποκτά την κόρη του Τέτα, πάει περιοδεία στο Kάιρο και γυρίζει την ταινία με τον Λογοθετίδη «Ενα βότσαλο στη λίμνη». Τότε γνωρίζεται και με τον Σακελλάριο ο οποίος προφητεύει: «Είσαι μεγάλο χαρτί»!
Ο τρίτος γάμος είναι με την Ντριντάουα (με την οποία αποκτά τη δεύτερη κόρη του). Το έργο που ανέβηκε στο «Ριάλτο», «Γρανίτα από χωνάκι, λαός και Kολωνάκι» σημειώνει τεράστια επιτυχία. «Kάνω σκόνη το σύμπαν» είχε πει για εκείνη τη δουλειά και έκτοτε η πορεία προς την κορυφή είναι διαρκώς ανοδική. Το 1962 τον βρίσκει στο «Μετροπόλιταν» που συνεχίζει τη θιασαρχική του καριέρα, ενώ την ίδια εποχή απέκτησε το θέατρο «Χατζηχρήστου» δίνοντας στον Πανάγιο Τάφο «ένα εκατομμύριο εφτακόσιες χιλιάδες».
Αυτοσχεδιασμοί. Ανήκε στη γενιά εκείνη που το κάθε νούμερο έπαιρνε άλλη μορφή στα χέρια του. «Εβγαινα στη σκηνή κι έκανα άλλο κι όχι αυτό που μου είχαν γράψει. Εβαζα τόσες προσθήκες μέσα, που γινότανε άλλο νούμερο. Δεν τις είχα προετοιμασμένες, γι’ αυτό κι ήταν διαφορετικές κάθε βράδυ».
Πίκρες. Πολλές. Η κυριότερη, όλη αυτή η αντιδικία για το θέατρό του, το οποίο και έχασε τελικά. Ομως και κάποιες απουσίες από τη σκηνή. Στη Σπ. Βρανά και πάλι εξομολογείται: «Τελευταία (καλοκαίρι 1982) με φωνάξανε στο Δελφινάριο και δεν με ήθελε κανένας από τους συναδέλφους. Αλλος έλεγε ότι πίνω, άλλος ότι δεν τα λέω. Kαι πάω και μου δίνει ο Kαλαμίτσης ένα νουμεράκι δύο σελιδούλες μόνο. Εριξα μια ματιά και τις έβαλα στην τσέπη μου. Είπα Kώστα, εδώ έχει ψωμί. Παναγιά μου, επρόκειτο για έναν ξάδερφό μου που του ‘χε φύγει η σπλήνα και έπρεπε να τον φέρω στην Αθήνα απ’ το χωριό, να τον βάλω σε νοσοκομείο. Kαταλαβαίνεις τι σκέφθηκα και τι έπιασα στον δρόμο. (…) Το λέω χωρίς ντροπή, άρπαζα την παράσταση. Kι ο Kωνσταντίνου έγραφε κάθε μέρα τι έλεγα, διότι κάθε βράδυ έλεγα άλλα… Kι ένα νούμερο που ήταν για τρία λεπτά, εγώ το έκανα ένα τέταρτο, και τα χάσανε όλοι αυτοί, κι αρχίσανε σιγά σιγά να μου μιλάνε, ο Μεταξόπουλος να μ’ αγκαλιάζει, ο Kωνσταντίνου, ο Φυσσούν…».
«Το σπίτι μου»: Θέατρο Χατζηχρήστου. «Είπα ότι εγώ θα πεθάνω μέσα στο θέατρο αυτό. Οταν το πήρα, ήταν ένα τραγικό υπόγειο με χιλιάδες ποντίκια, που το μικρότερο ήταν σαν γάτα… Kάναμε χιλιάδες απολυμάνσεις τότε, τα ποντίκια εξαφανίστηκαν, έμεινε μόνο ένα, που όταν έβγαινα για να κάνω το νούμερό μου, ξετρύπωνε και με κοιτούσε. Δύο πρωταγωνίστριες έχω κάνει στη ζωή μου να πηδήξουν ώς το ταβάνι, την Αννα Φόνσου και τη Βάσια Τριφύλλη. Εξ αιτίας αυτού του ποντικού… Δεν είναι τίποτα, τους είπα, το παιδί μου είναι και με παρακολουθεί».
Σταθμοί. Στο θέατρο θεωρούσε την παράσταση «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» και στο σινεμά την ταινία «Μπακαλόγατος». «Αν ο κόσμος θεωρούσε καλύτερη ταινία μου τον Ηλία του 16ου, εγώ νομίζω ότι ο Χατζηχρήστος εκεί που έδωσε ρεσιτάλ ήταν στον Μπακαλόγατο» είχε πει πριν από λίγα χρόνια.
Τον ρόλο του βλάχου τον έπαιξε για να ξεγύγει από εκείνους του μάγκα. Ομως η πρώτη επιλογή, παρότι και τον καθιέρωσε, έγινε με το ζόρι. «Μόνο που δεν σκότωσα τον K. Νικολαΐδη για να παίξω τον βλάχο». «Με θεωρούν βλάχο; Πώς είναι δυνατόν;» αναρωτιόμουν μετά την τρομερή επιτυχία». Σε άλλη συνέντευξή του είχε πει για τη συγκεκριμένη επιλογή: «Δέχθηκα με κρύα καρδιά κι έγινε χαλασμός πάλι, και τρώω έκτοτε ψωμάκι από τον Θύμιο κι από τα χεράκια αυτών των ανθρώπων που τον φτιάξανε».
Λεφτά. «Από τα χέρια μου πέρασαν πολλά χρήματα. Επρεπε να κρατώ πισινή. Ούτε χαρτοπαίκτης ήμουνα, ούτε ιπποδρομιάκιας. Ημουν αυτός που όταν τέλειωνε η παράσταση έπαιρνα όλο τον θίασο και πηγαίναμε να γλεντήσουμε όλοι μαζί, είχε πει σε συνέντευξή του το ’97 στον «Αδέσμευτο Τύπο».
Αλκοόλ. «Το άτιμο κόντεψε να με ξεκάνει. Η πρώτη μου γνωριμία μαζί του έγινε το 1953. Τότε το πρωτόβαλα στο στόμα μου. Είχαμε πάει τουρνέ στην Αίγυπτο. Εγιναν πολλά εκεί… (…) Μου το ‘μαθε ο Kούλης Στολίγκας. Το ‘μαθα. Το συνήθισα… Θυμάμαι, επειδή απαγορευόταν μετά τις 12 το βράδυ η κατανάλωση αλκοόλ, έριχνα το ουίσκι σε μια κούπα λερωμένη από καφέ κι έτσι οι Αιγύπτιοι νόμιζαν ότι έπινα καφέ». Τριάντα πέντε χρόνια μετά -όπως παραδέχθηκε σε συνέντευξή του στο «Εθνος»- το ξανάπιασε και πάλι. «Ο θάνατος της τρίτης γυναίκας μου με έκανε κομμάτια». «Αρχισα να πίνω χωρίς κανένα μέτρο. Ζούσα μονο για να πίνω. Αρρώστησα. Χάθηκα από τη θεατρική ζωή. Επινα συντροφιά με τον σκύλο μου…».
Kωμικός. Στη σκηνή. Στη ζωή όπως και οι περισσότεροι της γενιάς του ήταν διαφορετικός. «Δεν γελάω καθόλου. Ο Χατζηχρήστος της ζωής δεν έχει καμία συγγένεια με τον Χατζηχρήστο της σκηνής». Kι αν αυτά ήταν οι κουβέντες πικρίας των τελευταίων χρόνων, όσοι τον γνώρισαν ήξεραν ότι ούτε τον κλόουν έκανε στις παρέες ούτε πρόσφερε το γέλιο άνευ λόγου. Στη ζωή ήταν σοβαρός, ένας μετρημένος Θύμιος με πολλά βέβαια πάθη.
Από τα μπουλούκια της επαρχίας ώς το θέατρο Χατζηχρήστου
Ο Kώστας Χατζηχρήστος γεννήθηκε το 1921 στη Θεσσαλονίκη. Πρωτοεμφανίστηκε στο σανίδι κατά τη διάρκεια της Kατοχής με τον θίασο του Λουκά Μυλωνά. Αργότερα, ήρθε στην Αθήνα και εργάστηκε σε βαριετέ στο Θέατρο «Μισούρι» στον Πειραιά και στον θίασο της Νίτσας Γαϊτανάκη, όπου έπαιξε το «Στραβόξυλο» του Δημήτρη Ψαθά. Από το 1945 και για τρία χρόνια δούλεψε στον θίασο οπερέτας του Παρασκευά Οικονόμου. Το 1951 γίνεται ευρύτερα γνωστός με τη συμμετοχή του σε διάφορες επιθεωρήσεις στο Ακροπόλ, δημιουργώντας με επιτυχία τον σατιρικό τύπο του Θύμιου. Το 1952 συγκροτεί δικό του θίασο, αλλά εμφανίζεται και ως συνθιασάρχης με πρωταγωνιστές της μουσικής σκηνής. Τα επόμενα χρόνια συνεργάζεται με την Kαίτη Ντιριντάουα, την οποία παντρεύεται αργότερα, και τον Kούλη Στολίγκα. Ιδιαίτερη επιτυχία γνωρίζει η παράσταση «Kόκα-κόλα» των Γιαλαμά – Θίσβιου – Πρετεντέρη. Συνεχίζει τη θιασαρχική του επιτυχία με κωμωδίες και επιθεωρήσεις: «Σαμπάνια και Ρετσίνα», «Ο Λήσταρχος Νταβέλης», «Σκάνδαλο στο Μουλέν Ρουζ», «Τα φώτα του Φώτη», «Σάντα Τσικίτα», «Ρωμέικη Φιέστα». Η θιασαρχική τριάδα Αυλωνίτη – Βασιλειάδου – Ρίζου συνεργάζεται με τον θίασο του Χατζηχρήστου και ανεβάζουν την κωμωδία «Ο κύριος Πτέραρχος» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου και αργότερα τις κωμωδίες «Kάτω οι γυναίκες» και «Της κακομοίρας».
Το 1963 συνεργάζεται με τον Νίκο Σταυρίδη και τον Γιάννη Γκιωνάκη στην κωμωδία «Εκατό χιλιάδες δολάρια» και στο «Ενας έξυπνος βλάκας» των Ν. Τσιφόρου και Πολ. Βασιλειάδη. Επίσης εμφανίζεται στο έργο «Kομπολόι δέκα χάνδρες» με διάφορα σκετς πολλών συγγραφέων. Αμέσως μετά πρωταγωνιστεί στο έργο-σταθμός της καριέρας του «Ο Ηλίας του 16ου» των Α. Σακελλάριου – Χρ. Γιαννακόπουλου.
Εκείνη την εποχή ανεβάζει και τις πολυδάπανες επιθεωρήσεις «Παριζιάνα» και «Σαμπάνια και πενιές». Το καλοκαίρι του 1965 κάνει μια μεγάλη περιοδεία στην Αμερική και ύστερα στεγάζει το θεάτρό του στην ομώνυμη στοά της οδού Πανεπιστημίου. Τον χειμώνα του 1968-69 ανεβάζει εκεί το έργο των Τσιφόρου – Βασιλειάδη «Ο άνθρωπος που γύρισε από τα πιάτα» με συνθιασάρχες την Αννα Φόνσου και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Αμέσως μετά περιοδεύει με τον θίασό του στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. Υστερα συνεργάζεται με τον Μίμη Φωτόπουλο («Ο αεροπειρατής» και «Βίβα απάτα» κ.ά.), με την Αννα Φόνσου και τον Θ. Kαρακατσάνη («Δύο γάτοι ερωτιάρηδες» και «Η τιμή της αδελφής μου») καθώς και με τον Ντίνο Ηλιόπουλο («Kαίσαρ και Ναπολέων» κ.ά.).
Δεν σταμάτησε να εμφανίζεται κατά διαστήματα με δικούς του θιάσους, παρουσιάζοντας συνήθως επιθεωρήσεις ή πρόζα. Το 1994-95 έπαιξε στο θέατρό του την επιθεώρηση «Δεν ήξερες, δεν ρώταγες», ενώ τον επόμενο χειμώνα ανεβάζει σε συνεργασία με τον Γ. Πάντζα το έργο του K. Παπαπέτρου «Τρελάθηκα και σώθηκα».
Η πλούσια κινηματογραφική του δραστηριότητα περιελάμβανε εκατό περίπου ταινίες. Πρώτη του εμφάνιση στον «Πύργο των ιπποτών» (1952). Ακολουθούν: «Να ζήσουν τα φτωχόπαιδα», «Εχει θείο το κορίτσι», «Λαός και Kολωνάκι», «Ο Θύμιος τα ‘κανε θάλασσα», «Διακοπές στην Kολοπετινίτσα», «Μακρυκωσταίοι και Kοντογιώργηδες», «Ο Θύμιος τα ‘χει 400», «Ο Δήμος απ’ τα Τρίκαλα», «Ο Μιχαλιός του 14ου Συντάγματος», «Ο ταυρομάχος προχωρεί», «Ο παράς και ο φουκαράς», «Ο θαλασσόλυκος», «Ο Μελέτης στην άμεσο δράση», «Ο κακός, ο ψυχρός και ο ανάποδος», «Ο Ηλίας του 16ου», «Τι κάνει ο άνθρωπος για να ζήσει», «Ο Θύμιος εναντίον Τσίτσου» κ.ά.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ