Με το προσωπικό να καλύπτει μόλις το 50% της αναγκαίας δύναμης, μπήκε φέτος στη δύσκολη αντιπυρική περίοδο η πυροσβεστική υπηρεσία της ακριτικής περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης Υπαλλήλων Πυροσβεστικού Σώματος Δυτικής Μακεδονίας, Παναγιώτη Ανδρεόπουλο, «οι πυροσβεστικές υπηρεσίες είναι στελεχωμένες με το παρωχημένο οργανόγραμμα του 1975, δηλαδή της περιόδου που ιδρύθηκε η πυροσβεστική στην περιοχή, ενώ οι πραγματικές ανάγκες σε προσωπικό είναι τουλάχιστον διπλάσιες». Είπε ότι «το μόνιμο προσωπικό στο σύνολο των πυροσβεστικών υπηρεσιών Δυτικής Μακεδονίας ανέρχεται σε 240 πυροσβέστες, αλλά με βάση τις σημερινές ανάγκες, για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της Π.Υ. χρειαζόμαστε τουλάχιστον 480 άτομα».
Οι Πυροσβεστικές Υπηρεσίες των τεσσάρων νομών Κοζάνης, Φλώρινας, Καστοριάς και Γρεβενών, μαζί με αυτή της Πτολεμαΐδας, ιδρύθηκαν ως Π.Υ. Γ΄ κατηγορίας, όμως οι ανάγκες από τότε πολλαπλασιάστηκαν και απαιτείται αναβάθμισή τους. Ειδικότερα, ο πρόεδρος της ένωσης πυροσβεστών, εκτιμά ότι η Π.Υ. Κοζάνης πρέπει να αναβαθμιστεί σε Α΄ τάξης και να έχει 80 μόνιμους πυροσβέστες αντί 37 που έχει σήμερα, ενώ οι υπόλοιπες τέσσερις πυροσβεστικές υπηρεσίες επιβάλλεται να αναβαθμιστούν σε Β΄ τάξης, ώστε να έχουν από 45 άτομα προσωπικό. Σήμερα έχουν 32 μόνιμους πυροσβέστες η Π.Υ. Γρεβενών και από 33 οι Π.Υ. Φλώρινας, Καστοριάς και Πτολεμαΐδας.
Ανεπαρκές κρίνεται και το προσωπικό των πυροσβεστικών κλιμακίων τα οποία έχουν από 13 άτομα του Άργους Ορεστικού και Σερβίων και από 12 άτομα του Νεστορίου και της Νεάπολης, ενώ υπολειτουργεί με μόλις 3 άτομα το Π.Κ. Επταχωρίου.
Μιλώντας για την ανάγκη αναβάθμισης των πυροσβεστικών υπηρεσιών της περιοχής, ο Π. Ανδρεόπουλος υπογράμμισε ότι «η Π.Υ. Κοζάνης παραμένει στην κατηγορία Γ΄ τάξης, που ήταν το 1975 που ιδρύθηκε, όταν η Κοζάνη είχε 20.000 πληθυσμό. Σήμερα ο πληθυσμός της πόλης υπερτριπλασιάστηκε, τα εργοστάσια της ΔΕΗ δημιουργούν νέα δεδομένα, γι’ αυτό η Κοζάνη που είναι και πρωτεύουσα του νομού επιβάλλεται να αναβαθμιστεί σε Α΄ τάξης». Με βάση τη δύναμη της Π.Υ. Κοζάνης, αλλά και τις αντίστοιχες υπηρεσίες των πρωτευουσών των νομών, αν εξαιρεθούν οι πυροσβεστικοί υπάλληλοι που μένουν στα γραφεία, στο τηλεφωνικό κέντρο κ.λ.π. ή τα ρεπό, οι ασθένειες και οι άδειες, μένουν μόλις 20 άτομα για τις βάρδιες. Αυτό σημαίνει σύμφωνα με τον Π. Ανδρεόπουλο, ότι «σε μία μεγάλη πυρκαγιά στην πόλη της Κοζάνης, όσο επικίνδυνη και αν είναι, η δύναμη που μπορεί να σπεύσει άμεσα, ανέρχεται μόλις στα δύο πυροσβεστικά οχήματα με δύο μόνιμους πυροσβέστες το καθένα». Ο πρόεδρος των πυροσβεστών πρόσθεσε ότι «η κατάσταση είναι πραγματικά οριακή, βρισκόμαστε κυριολεκτικά στην κόψη του νήματος, καθώς μεγάλης έκτασης συμβάντα δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν».
Μεγάλα προβλήματα παρατηρούνται και στα πυροσβεστικά κλιμάκια. Με τα 12-13 άτομα που διαθέτουν μένουν στην κάθε βάρδια από 3-4 άτομα. «Με δεδομένο ότι ένας πρέπει να μείνει στο κλιμάκιο και ένας θα είναι σε ρεπό, ασθένεια ή άδεια, είναι μόλις δύο οι πυροσβέστες που θα σπεύσουν άμεσα, ακόμη και στο πιο μεγάλο συμβάν», υπογράμμισε ο Π. Ανδρεόπουλος, προσθέτοντας ότι «για την έκβαση μιας πυρκαγιάς είναι καθοριστική η επάρκεια της δύναμης που θα τρέξει από την πρώτη στιγμή στο συμβάν, μέχρι να κινητοποιηθούν κι’ άλλες δυνάμεις πυρόσβεσης».
Η Δυτική Μακεδονία μειονεκτεί σε σχέση με άλλες περιοχές, καθώς είναι η μοναδική περιφέρεια που δεν διαθέτει ΕΜΑΚ, ούτε και ελικόπτερο κατάσβεσης που να εδρεύει στην περιοχή. Ο πρόεδρος των πυροσβεστών της περιοχής, είπε ότι «πρόκειται για μια περιοχή με πολύ μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας ως προς την πρόκληση πυρκαγιών, γι’ αυτό δεν δικαιολογείται να μην διαθέτει εναέρια δασοπυρόσβεση και ΕΜΑΚ». Είπε μάλιστα ότι «είναι χρόνιο το αίτημα ίδρυσης ΕΜΑΚ, όπως είναι δεδομένη και η ανάγκη στάθμευσης ελικοπτέρου στο αεροδρόμιο της Κοζάνης, το οποίο θα μεταφέρει προσωπικό και θα συνδράμει σε κατασβέσεις δύσκολων πυρκαγιών, παίρνοντας νερό από τις λίμνες της περιοχής που υπάρχουν σε αφθονία».
Για τον μηχανοκίνητο εξοπλισμό ο Π. Ανδρεόπουλος είπε ότι «μετά την Ολυμπιάδα εκσυγχρονίστηκε ο στόλος. Ωστόσο, επειδή τα πυροσβεστικά οχήματα κινούνται συνεχώς σε ορεινούς δρόμους, κάθε χρόνο υπάρχουν φθορές και απώλειες. Σήμερα το 20-30% του στόλου χρειάζεται αντικατάσταση». Αναφέρθηκε και στις κτιριακές υποδομές των Π.Υ. Δυτικής Μακεδονίας, τις οποίες χαρακτήρισε «απαρχαιωμένες», «ακατάλληλες» και «μη λειτουργικές». Ειδικότερα, υπογράμμισε ότι «δεν πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, δεν διασφαλίζουν τις απαιτούμενες συνθήκες διαβίωσης του προσωπικού, δεν διαθέτουν χώρο στάθμευσης οχημάτων και δεν έχουν χώρους πρακτικής εξάσκησης».
Τέλος, ο πρόεδρος των πυροσβεστών σημείωσε ότι «η Π.Υ. Δυτικής Μακεδονίας λειτουργεί με το φιλότιμο του προσωπικού. Αν τηρούνταν τα ωράρια και η ‘νομιμότητα’ η υπηρεσία θα υπολειτουργούσε». Χαρακτηριστικά σημείωσε ότι «η υπηρεσία οφείλει κατά μέσο όρο σε κάθε εργαζόμενο από 40 μέρες άδεια και 180 ρεπό. Είναι λοιπόν επιτακτική η ανάγκη αναβάθμισης των Π.Υ. και της κάλυψης όλων των κενών θέσεων, καθώς η Δυτική Μακεδονία είναι μια περιοχή με πολλά εργοστάσια της ΔΕΗ, την διαπερνά η Εγνατία οδός και έχει πλούσια δάση και εθνικούς δρυμούς, που χαρακτηρίζονται από το ανάγλυφο και τη δύσκολη προσβασιμότητα».
e-ptolemeos.gr