Είναι η στιγμή που ο Θανάσης Βέγγος, σε εκδήλωση προς τιμήν του σε μια από τις σπάνιες εμφανίσεις του σπάει και δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Είναι η στιγμή που μιλάει για τον εαυτό του και σε μια φράση περιγράφει όλη του την ζωή. Δείτε το βίντεο.
Ο Θανάσης Βέγγος, ο Θανάσης μας, πέθανε σήμερα, σε ηλικία 84 ετών.
Το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν στο νοσοκομείο “Ερυθρός Σταυρός”. Έφυγε από τη ζωή διακριτικά, έτσι όπως έζησε, παρά την φήμη του και το γεγονός ότι δημοσιογράφοι και κάμερες τον πολιορκούσαν στενά τα τελευταία χρόνια.
Αθόρυβος, σχεδόν ανθρωποφοβικός, ο Θανάσης Βέγγος ανήκει στους τελευταίους της γενιάς που χάρισε στη μεταπολεμική Ελλάδα άφθονο γέλιο.
Απέφευγε τις συνεντεύξεις και στις λιγοστές δημόσιες εμφανίσεις του οι δημοσιογράφοι κρέμονταν από τα χείλη του κυριολεκτικά.
Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο στις 29 Μαίου του 1927. Έφυγε από την ζωή λίγες μέρες πριν κλείσει τα 84 του χρόνια.
Καταγόταν από τα Θολάρια της Αιγιάλης από την πλευρά της μητέρας του Ευδοκίας, του γένους Ιωάννη Σμυρνή. Η γιαγιά του η Μαρουλιώ ήταν πρακτική μαία στα Θολάρια της Αμοργού.
‘Ηταν το μοναχοπαίδι του κυρ Βασίλη και της κυρα-Ευδοκίας. Ο πατέρας Βέγγος, υπάλληλος στο εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρίας στο Φάληρο, αγωνίστηκε επί Κατοχής για να το σώσει από την ανατίναξη που σχεδίαζαν οι Γερμανοί.
Oι μαρτυρίες λένε πως το εργοστάσιο σώθηκε χάρη στις προσπάθειες αυτού ακριβώς του ανθρώπου, ο οποίος στη συνέχεια απολύθηκε από τη δουλειά του εξαιτίας των αριστερών φρονημάτων του. Αλλά και ο Θανάσης αντιμετώπισε την εκδικητικότητα του κράτους: βρέθηκε στη Μακρόνησο, το κολαστήριο και τόπο μαρτυρίου για χιλιάδες αριστερούς φαντάρους αλλά και πολίτες.
Εκεί, συνδέθηκε φιλικά με τον Νίκο Κούνδουρο, τον άνθρωπο που θα άλλαζε την πορεία της ζωής του.
Tο 1953 τον κάλεσε ο Κούνδουρος να παίξει στη «Μαγική πόλη», την πρώτη ταινία της καριέρας του: υποδύεται τον πωλητή λεμονιών στη λαχαναγορά, μέλος μιας παρέας νεαρών βιοπαλαιστών. Ο ήρωας λέγεται Θανάσης.
O Βέγγος παίζει τον εαυτό του. To όνομα μπαίνει αργότερα και στους τίτλους των ταινιών του («Ο Θανάσης, η Ιουλιέτα και τα λουκάνικα», «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;», «Θανάση, πάρε τ’ όπλο σου», «Δικτάτωρ καλεί Θανάση», «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» κτλ.), όταν βέβαια δεν μπαίνει το επώνυμό του («Είναι ένας τρελός τρελός Βέγγος», «Δόκτωρ Ζι-Βέγγος», «Ενας Βέγγος για όλες τις δουλειές»).
Στον «Δράκο», τη δεύτερη ταινία του Κούνδουρου, ο Βέγγος υποδύεται τον μπάρμαν σε ένα κέντρο διασκέδασης, ο οποίος είναι συγχρόνως και μπράβος του αρχηγού μιας συμμορίας απατεώνων.
Εκεί τρώει και τις τρεις πρώτες θεαματικές φάπες, τις οποίες θα ακολουθήσουν και άλλες πολλές σε ολόκληρη την κινηματογραφική σταδιοδρομία του.
Ετσι ο εκφραστικός ηθοποιός με τη φαλάκρα, το συμπαθητικό πρόσωπο, την αβέβαιη έκφραση, μπήκε δυναμικά στον χώρο του κινηματογράφου, χωρίς να έχει προϋπηρεσία στο θέατρο. Ηταν ένας ερασιτέχνης που για να επιβιώσει έκανε ένα σωρό δουλειές κυρίως του φροντιστή σε ταινίες , δουλειές κοπιαστικές, επίπονες και αισχρα αμειβόμενες.
Στη συνέχεια πήρε την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, γράφτηκε στο σωματείο, έπαιξε στο θέατρο και πήρε σημαντικότερους ρόλους.
Μολονότι συμμετείχε σε αρκετές ενδιαφέρουσες και ονομαστές ταινίες («Το κορίτσι με τα μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» του Γρηγόρη Γρηγορίου, «Ο Ηλίας του 16ου» του Αλέκου Σακελλάριου, «Μανταλένα» του Ντίνου Δημόπουλου, «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασσέν, «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ» του Ροβήρου Μανθούλη, «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη, «Το βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Το αίνιγμα» του Γιάννη Σολδάτου), ως κινηματογραφικός τύπος καθιερώθηκε από άλλες κωμικές παραγωγές όπου ενσάρκωνε τον μέσο Ελληνα: τον φουκαρά, τον γκαφατζή, τον αγαθό, τον περιδεή, τον αγχωμένο, τον κυνηγημένο, αλλά και τον καπάτσο.
Καλό ταξίδι καλέ μας άνθρωπε….
newsit